Μια φορά κι έναν καιρό,
στην άκρη μιας λίμνης, ζούσε σε ένα
παραμυθόσπιτο ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Ο παππούς Περικλής και η γιαγιά Ελισσάβετ μετρούσαν μαζί περισσότερα
από 50 χρόνια κοινής ζωής και είχαν την
ευτυχία να μεγαλώσουν με όλα τα καλά τα δυο
πανέξυπνα αγόρια τους και τη χαρά να αποκτήσουν από τα παιδιά τους
τέσσερα πανέμορφα εγγόνια.
Στα νιάτα του ο παππούς Περικλής ήταν σπουδαίος δάσκαλος και αποτελούσε πηγή έμπνευσης για όλους τους μαθητές του. Όπου και αν στεκόταν, ο χαρισματικός του λόγος μαγνήτιζε αμέσως τους συνομιλητές του. Όσο για την Ελισσάβετ, κι εκείνη έλαμπε σαν αδαμάντινη κορώνα πλάι στην επιβλητική παρουσία του Περικλή. Η γιαγιά πέρα από το αγκάθι του Μικρασιάτικου ξεριζωμού που ήταν βαθιά ριζωμένο στην καρδιά της, σε κάθε της κίνηση αναδείκνυε την αρχοντική φύση της Σμυρναίικης καταγωγής της, πότε με το πολιτισμένο πνεύμα της και πότε με τη θαυμάσια μαγειρική της.
«Καλημέρα χαρά μου, μαθήτριά μου. Μη σηκωθείς ακόμη, είναι νωρίς. Κοιμήσου στο κρεβάτι μας κι άλλο να το χαρείς», της ψέλλιζε γλυκά κάθε πρωί ο παππούς, καθώς σηκώνονταν για να πάει να μαζέψει αγνό χαμομήλι από τα γύρω χωράφια. Βλέπετε, για τον παππού δεν είχαν σημασία οι γραμμές που χάραζαν τα χρόνια στο πρόσωπο της Ελισσάβετ. Η γιαγιά παρέμενε για αυτόν το γυμνασιοκόριτσο που δίδαξε κάποτε, μια αδιαπραγμάτευτη για τον παππού Περικλή ιδιότητα που ενισχύονταν και από τη διαφορά των 18 τους χρόνων.
Ο παππούς Περικλής
φρόντιζε να φέρνει στη γιαγιά διαλεχτές πρώτες
ύλες, λογής σπόρους και καλοαλεσμένο σικάλευρο για να ψήσει το πιο γλυκό ψωμί. Αφού άπλωνε τα καλούδια του στον
τετράγωνο σοφρά, απλώνονταν κι αυτός
αναπαυτικά στο ντιβάνι του. Ύστερα από λίγα
λεπτά, άνοιγε στοργικά το μεγάλο, καρυδί μπαούλο, ενθύμιο από τον χρόνο της μελέτης του στα πέρατα της Ινδίας
και χάζευε για ώρα τον θησαυρό του. Το
μπαούλο του παππού δεν είχε ακριβοκεντημένες
φορεσιές. Είχε μόλις τρεις καλοραμμένες αλλαξιές και άφθονα παλιά βιβλία
με μύθους και παραμύθια άλλης εποχής. Ο παππούς, αφού χάιδευε τους δερματόδετους τόμους κι άκουγε τον
δυνατό χτύπο της καρδιάς του σε κάθε
χάδι, διάλεγε τον συνταξιδιώτη του πρωινού του χρόνου. Ύστερα, χάνονταν στις σελίδες του μέχρι να ετοιμαστεί
το μεσημεριανό γεύμα.
Κουρσάροι, κλέφτες και βασιλοπούλες, ορτύκια, αχινοί κι επαναστάτες, φτωχοί αγρότες, περίτεχνοι τεχνίτες και μύριοι άλλοι κάθονταν πλάι στον παππού Περικλή και του έκαναν συντροφιά. Κι όταν ήταν έτοιμο το φαγητό και μοσχοβόλαγε το σπίτι από το μεθυστικό του άρωμα, ο παππούς άφηνε με περισσή στοργή τον συνταξιδιώτη του στη θέση του κι ευλογούσε τον Θεό του για την ευημερία του.
Το παραμυθόσπιτο του
ζευγαριού είχε λίγα έπιπλα, που κουβαλούσαν
όμως σπουδαίες ιστορίες. Το πιο διαλεχτό κομμάτι του σπιτιού
βρισκόταν στην φωτεινότερη γωνιά της
σάλας. Ήταν μια λευκή Ούγγρικη secretaire blanche με ασορτί καρέκλα και δυο
βελούδινα, κρεμ μαξιλαράκια. Αμύθητη η
αξία της «Μον Πτι Μπλανς» – όπως την αποκαλούσε η γιαγιά – μιας και ήταν το
γαμήλιο δώρο της από τον παππού. Τριγύρω της ορθώνονταν τρεις ασύμμετροι
καθρέφτες για να ανακλούν – σύμφωνα με
τον Περικλή – τη φινέτσα και τη γοητεία της λατρεμένης του συζύγου.
Σ’ αυτήν λοιπόν την secretaire κατέφευγε
ο παππούς Περικλής μετά τη μεσημεριανή
του ανάπαυση και την απόλαυση του φρεσκοκομμένου χαμομηλιού. Και φυσικά δεν κάθονταν στην
Μπλάνς για να πουδραριστεί και να
περιποιηθεί την όψη του. Ο παππούς αφιέρωνε ώρες στη γωνιά της secretaire για άλλο λόγο.
Καθώς την πλησίαζε,
έσερνε πάντοτε λίγο προς τα έξω τη σκαλιστή της
καρέκλα, ίσα ίσα για να χωρά η λυγερή του κορμοστασιά και κάθονταν πάνω της με ιδιαίτερη προσοχή. Έπειτα, έφερνε
μπρος του ένα κομμάτι χαρτί και έπιανε
την πένα του. Τη βουτούσε με δίψα στο μελανοδοχείο και ένιωθε πως ήταν έτοιμος
να απλώσει με ευλάβεια τις σκέψεις του στο πολύτιμο κιτρινισμένο χαρτί. Είχε
φτάσει πια η ώρα που θα χάραζε τα
τραγούδια για τους λαούς της Γης.
Πρώτα διάλεγε τη χώρα,
ύστερα την κατηγορία του τραγουδιού κι έπειτα
τους ήρωες της ιστορίας του. Μετά, γύρευε τις κατάλληλες λέξεις. Πολλές
φορές χτυπούσε τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του στην Μπλανς και γύρευε ν’ ακούσει τον ρυθμό ανάμεσα στις
λέξεις, για να τυλίξει την.κατάλληλη στο τραγούδι του. «Τάτα-τάτα, ή τατά-τατά,
ή τάτατα, τατάτα, τατατά» κι ανάλογα τον
χτύπο έπιανε και το μέτρο. Μερικές φορές
η γιαγιά τον πείραζε τραγουδώντας «τατατατά-τατά» και τότε αυτός σηκώνονταν, της έδινε ένα τρυφερό φιλί
και ξανάπιανε τον ρυθμό με δυνατότερο
χτύπο «τάτα – τάτα, ή τατά-τατά, ή τάτατα, τατάτα, τατατά». Τον τίτλο τον διάλεγε πάντα στο
τέλος. Ποτέ στην αρχή, μόνο στο τέλος.
Όταν ολοκλήρωνε το γραπτό του, άνοιγε το μεγαλύτερο ντουλαπάκι της Μπλανς κι έφερνε κοντά του ένα θησαυροφυλάκιο. Το αποκαλούσε «σεντούκι των τραγουδιών». Γύριζε απαλά το μπρούτζινο γαντζάκι του, ανασήκωνε ελαφρά το καπάκι κι έριχνε μια ματιά στα υπόλοιπα κιτρινισμένα φύλλα. Έπειτα, έπαιρνε από το μακρόστενο συρταράκι της secretaire το αδράχτι της γιαγιάς και έκανε μια μικρή τρύπα στην πάνω δεξιά γωνία του νέου του γραπτού, ίσα για να του περάσει ένα χρωματιστό σχοινάκι. Έτσι, σημάδευε τα τραγούδια του. Κάθε τραγούδι κι ένα σημάδι και κάθε χρωματιστό σχοινάκι και μια ήπειρος.
Με το τράβηγμα των
κίτρινων σχοινιών μάζευε στη χούφτα του ολόκληρη την Ασία. Κι όταν ήθελε να ταξιδέψει στην Αμερική
έψαχνε τα πράσινα σχοινάκια. Για να
βολτάρει στην Ευρώπη γύρευε τους γαλάζιους
σπάγκους και για να νανουριστεί με τους αφρικανικούς ρυθμούς έπιανε τους καφετιούς. Και σαν ήθελε να πάει πιο
χαμηλά, στην Αυστραλία βούταγε τις
κόκκινες κλωστές. Στην Ανταρκτική έφτανε πάντα
ακολουθώντας τις λευκές. Το σεντούκι του παππού ήταν το διαβατήριο για το ταξίδι στον ρυθμό του κόσμου, για το
συναπάντημα με τη μελωδία της ψυχής των
ανθρώπων. Ένα μικρό σεντούκι καλυμμένο με το απόλυτο άρωμα της φαντασίας του και με μια βαθιά
αγάπη να ενώσει τους λαούς της Γης.
Τη στιγμή που πέρναγε το
κορδόνι της ηπείρου, ο παππούς Περικλής φώναζε τη μαθήτρια του για να της
εμπιστευτεί την καινούρια του ιστορία.
Λάτρευε την ανάγνωση της Ελισσάβετ. Λάτρευε το σταθερό ηλεκτρικό σήμα που διαπερνούσε τα φυλλοκάρδια
του στο άκουσμα της απαγγελίας της. Ήταν ίδιο, όπως τότε που της δίδασκε
Ιστορία και εκείνη σήκωνε το χέρι για να
την απαγγείλει σε όλη την τάξη. Η γάργαρη
αφήγηση της Ελισσάβετ εξύψωνε το τραγούδι του και του επιβεβαίωνε την επιλογή του ρυθμού του. Έπειτα, ο παππούς
έβαζε το νέο του τραγούδι στη σωστή θέση, έκλεινε το καπάκι του σεντουκιού
και ασφάλιζε το μπρούτζινο γαντζάκι.
Το σούρουπο έβρισκε τον Περικλή, την Ελισσάβετ και το σεντούκι των τραγουδιών στο κοντινό ορφανοτροφείο. Τα παιδιά, αφού τελείωναν το βραδινό τους μπάνιο, ακολουθούσαν τη γιαγιά που τα τακτοποιούσε στα κρεβατάκια τους. Και τότε, ο παππούς άρχιζε το βραδινό τους παραμύθι... ένα παραμύθι γεμάτο τραγούδια βγαλμένα από την καρδιά του και το αγαπημένο του σεντούκι, το σεντούκι του παππού…
Σύνδεσμος Υποβολής Συμμετοχής στη σειρά ψηφιακών αφηγήσεων «Το Σεντούκι του παππού»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου