Η πρόσφατη καταιγίδα είχε αφήσει λασπωμένες λακκούβες στους δρόμους, και μια ησυχία, που όμοια της δεν είχε ξαναζήσει. Περπατούσε μόνος του, και κάθε τόσο έπεφτε στις λακκούβες. Ήταν μικρός, κοντούλης και φοβισμένος από τις βροντές, και την έντονη βροχή, που πριν από λίγη ώρα τον είχαν ξυπνήσει βίαια, και είχαν καταστρέψει το μοναδικό χάρτινο κουτάκι, που είχε βρει για να ξαποστάσει.
Σχέδιο/Εικόνα: Βασ. Μαρκομιχάλης
Το τρίχωμά του, μούσκεμα από τη βροχή, διέγραφε και την
τελευταία σπιθαμή από το κοκαλιάρικο κορμάκι του. Η μουσούδα του, γεμάτη με
μικρές μαύρες κουκκίδες, που έμοιαζαν σα μικρές σοκολατένιες ελιές, είχε
ξεκινήσει ήδη την αναζήτηση τροφής και στέγης, μυρίζοντας πολύ γρήγορα αριστερά
και δεξιά, ανακαλύπτοντας ακόμη και τα πιο περίεργα μυστικά του δρόμου. Ένας
σκύλος σωστός Πουαρό!
Στο απέναντι πεζοδρόμιο σίγουρα είχε χυθεί γάλα πριν λίγες
μέρες. Στο μυαλό του έπλασε αμέσως την κυρία, που είχε την ατυχία να της
ανοίξει η σακούλα του σούπερ μάρκετ και το γάλα να χυθεί εξ ολοκλήρου στον
δρόμο.
Λίγο πιο κάτω, τα νεράντζια είχαν πέσει ολόγυρα στις ρίζες του
δέντρου, σαν να ετοιμάζονταν να στήσουν χορό. Ο κοκαλιάρης συνήθιζε να παίζει
μαζί τους, τα έσπρωχνε με τη μουσούδα του αριστερά και δεξιά, μέχρι να τα
εξαφανίσει στον υπόνομο του πεζοδρομίου, παίζοντας έτσι ένα είδος σκυλίσιου
ποδοσφαίρου.
Παρά τα παιχνιδίσματά του, η όψη του ταλαιπωρημένου αδύνατου
κουταβιού, σου έδινε την εντύπωση πως αν τον κρατήσεις στα χέρια σου θα σπάσει.
Η θέλησή του όμως για ζωή συνέχιζε να οδηγεί τα βήματά του.
«Ένα βήμα ακόμη και φτάσαμε!»
«Πού;» αναρωτήθηκε το μυαλό του, «Δε γνωρίζω» αποκρίθηκε η
ψυχή, «αλλά, λίγο ακόμη και θα φτάσουμε σε ένα ζεστό μέρος, θα κουρνιάσουμε
δίπλα στη φωτιά και θα κοιμηθούμε».
«Αν είμαστε τυχεροί, ίσως φάμε και κάτι», αναφώνησε με ενθουσιασμό
η κοιλιά του.
«Ω! Πάψε κι εσύ» της αποκρίθηκε το μυαλό, «κάτσε να φτάσουμε
πρώτα κι όλο και κάτι θα βρούμε και για εσένα».
«Ει! Μικρούλη μου, πού πας μόνος σου; Πού είναι η μαμά σου;»
Ο μικρός μας κοκαλιάρης πάγωσε, τα μάτια του γέμισαν τρόμο,
καθώς δυο ολοστρόγγυλα μάτια σα τεράστιες φωτισμένες μπάλες τον κοίταξαν. «Μα
τι είναι αυτό πάλι;» αναρωτήθηκε. Τότε, δυο τεράστια τριχωτά χέρια τον
πλησίασαν και τον έβαλαν στην αγκαλιά του Άλκη. Η μουσούδα του χώθηκε από φόβο
στο μπράτσο του Άλκη, όταν ξαφνικά ακούστηκε η φράση: «Μα εσύ είσαι παγωμένος.
Έλα, πάμε να ζεσταθείς για απόψε και από αύριο βλέπουμε τι θα κάνουμε».
Στο άκουσμα της ζέστης, το ένα του αυτί σηκώθηκε όρθιο σαν
κεραία, ενώ το άλλο ίσα ίσα που έφτανε ως τη μέση της μουσούδας του. Άκουγε
καθημερινά πολλά σχόλια για τα αυτιά του, αλλά ποτέ δεν έδωσε σημασία, «και τι
σημαίνει που σηκώνεται το ένα μου αυτί; Με το όρθιο πιάνω σήματα από τον ουρανό
και με το άλλο μπορώ να ακούω κάτω από το έδαφος, εκεί που μόνο οι ποντικοί
μπορούν να φτάσουν».
Αυτό ήταν και το μοναδικό που πρόλαβε να του μάθει η μαμά του
πριν οι ζωές τους χωριστούν ξαφνικά.
Μέσα στο αυτοκίνητο πια, ένα αυτάκι ξεπρόβαλε ανά διαστήματα
από το χάρτινο κουτί που ο Άλκης είχε βάλει τον κοκαλιάρη. Οι τρίχες από το
κεφαλάκι του ανέμιζαν κάθε φορά που ο ζεστός αέρας τού κλιματιστικού τον άγγιζε
στη μουσούδα. Του φαινόταν σαν παιχνίδι, και κάθε φορά που ανεβοκατέβαζε το
κεφαλάκι του, άφηνε και ένα ξεψυχισμένο γουφ στον αέρα του κλιματιστικού.
Ο Άλκης, ένας νεαρός μεγάλου αναστήματος, με πυκνά μαύρα
μαλλιά, και μεγάλα καταπράσινα μάτια, γελούσε με τα παιχνιδίσματα του
κοκαλιάρη, «αν αυτό σου φαίνεται παιχνίδι, δε θέλω να φανταστώ τι θα κάνεις σε
λίγο που θα φτάσουμε στο σπίτι».
«Σπίτι!» σκέφτηκε ο κοκαλιάρης, μαγική λέξη. «Θα έχω σπίτι!
Ολοδικό μου σπίτι; Για πάντα ή μόνο για μια βραδιά; Εύχομαι να έχει μεγάλα
μπαλκόνια για να παίζω, και ένα τεράστιο τζάκι να ζεσταίνομαι, σαν αυτά που μου
περιγράφουν οι φίλοι μου στη παιδική χαρά. Εκείνοι έχουν σπίτι και μάλιστα δυο!
Ένα μεγάλο για όοοολη την οικογένεια, και ένα μικρό μόνο δικό τους».
Οι σκέψεις του κοκαλιάρη διακόπηκαν απότομα καθώς το
αυτοκίνητο σταμάτησε. Ο Άλκης άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και πήρε τον
κοκαλιάρη αγκαλιά, «φτάσαμε μικρέ μου. Ελπίζω να ζεσταθείς για απόψε, και να
γεμίσει λίγο η κοιλίτσα σου. Φρόντισε να είσαι ήσυχος, και να με βοηθήσεις,
γιατί δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω μαζί σου, ούτε πως να σου φερθώ».
Μόλις άνοιξε η πόρτα του σπιτιού άπειρες μυρωδιές έφτασαν στη
μύτη του κοκαλιάρη, μυρωδιές που τον έκαναν να πηδήξει απότομα από την αγκαλιά
του Άλκη, και να τραπεί προς την ανακάλυψή τους. Άρχισε να γυρίζει γύρω γύρω
σαν στροβιλιζόμενο ελικόπτερο, με τα αυτιά του τεντωμένα στο πλάι, και την ουρά
του σηκωμένη ψηλά, έμοιαζε έτοιμος να πετάξει.
Κατέβασε τη μουσούδα του και η ροζ του μυτούλα, με μια μαύρη
σοκολατένια ελιά σαν καρδούλα, έπιασε δουλειά. Γύρισε όλο το σπίτι μυρίζοντας
όλες τις γωνιές, τις ντουλάπες, το ψυγείο, κοίταξε κάτω από τα έπιπλα μήπως
κρύβεται κάποια ξεχασμένη λιχουδιά, κυλήθηκε στα ρούχα του Άλκη, ανέβηκε στο
κρεβάτι αφήνοντας κάπου κάπου ένα δυνατό χαρούμενο γουφ, ώσπου κάποια στιγμή
σταμάτησε απότομα μπροστά στο τζάκι, κατέβασε κι άλλο τη μουσούδα του, μύρισε
εξονυχιστικά και «χμμμ εδώ μυρίζει ψημένο», τα μάτια του άστραψαν,
«λουκάνικο!».
Η κοιλιά του χαμογέλασε, «θα φάω λουκάνικο; Ένα λουκάνικο
δικό μου;».
Το γουργούρισμα της κοιλιάς του έφτασε στα αυτιά του Άλκη και
τα διαπέρασε, σαν φωνή φάλαινας στα βάθη του ωκεανού. Ο Άλκης κατάλαβε ότι είχε
έρθει η ώρα να εμφανίσει το πολυπόθητο πιατάκι γεμάτο με ότι λιχουδιά είχε
καταφέρει να βρεί στην κουζίνα για τον μικρό κοκαλιάρη.
Ο σκυλάκος μας έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό, και με μια
χαψιά καταβρόχθισε όλες τις λιχουδιές. Η κοιλιά του αναστέναξε από ευχαρίστηση και ο μικρός κοκαλιάρης, χορτάτος και ζεστός, σταμάτησε την εξερεύνηση και
ξάπλωσε κουλουριασμένος μπροστά στο τζάκι να απολαύσει τις φλόγες, που
τρεμόπαιζαν μπροστά του, και τον νανούριζαν.
Καθώς ο ύπνος ήρθε να ηρεμήσει το ζεστό πια κορμάκι του,
συλλογιζόταν:
«Αυτός ο τριχωτός με τα μεγάλα φωτεινά μάτια, φαίνεται καλός,
και η αγκαλιά του ήταν τόσο ζεστή, που ένιωσα πως βρισκόμουν ξανά στην αγκαλιά
της μαμάς μου. Ίσως, ίσως να βρεί ένα μικρό χώρο και για εμένα. Έτσι, για να
μην κρυώνω τις νύχτες. Αλήθεια, πως να τον λένε άραγε; Έχει όνομα ή μήπως
τριγυρίζει και εκείνος σαν εμένα, και τον φωνάζουν ψηλό;».
Αποκοιμήθηκε συλλογιζόμενος τις ανακαλύψεις που θα έκανε την
επόμενη μέρα. Όλα του φάνταζαν σαν παιχνίδι. Το επόμενο πρωί βγήκε στο
μπαλκόνι, «Ήλιος! Πόσο όμορφος ήλιος!». Ξάπλωσε σε ένα πανάκι, που πρόχειρα
του είχε βάλει για κρεβατάκι ο Άλκης, και άρχισε να κυλιέται απολαμβάνοντας τη
ζέστη του ήλιου.
Ο Άλκης τον χάζευε και γελούσε. «Πόσο όμορφο και αστείο
κουτάβι είσαι εσύ. Φαίνεσαι καλός, δεν ξέρω αν πρέπει να ψάξουμε για άλλο σπίτι.
Ίσως εμείς οι δυο να ταιριάζουμε εδώ, μαζί, σε αυτό το σπίτι, σε αυτό το
μπαλκόνι, σε αυτόν τον ήλιο. Ξέρεις κι εγώ...να, σαν κι εσένα, παγωμένος ήμουν,
μέχρι που σε βρήκα, και η σπίθα στο βλέμμα σου έδωσε και σε εμένα ζωή.
Σκέφτομαι λοιπόν, από εδώ και πέρα να σε φωνάζω Σπίθα, και μαζί να ζήσουμε τις
πιο όμορφες στιγμές, γεμάτες χρώματα, ήλιους και θάλασσα».
Δώρα
Λαϊνά
Μου ζέστανε την ψυχη! Ευχαριστώ
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι να βρούμε όλοι την σπίθα μας και οι Σπίθες εμας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑχ!βρε Δωρα εισαι απο τους λιγους ανθρωπους που ξερω που συνδυαζουν εξωτερικη ομορφια και ομορφια ψυχης.Με συγκινησες....
ΑπάντησηΔιαγραφή