Το καλοκαίρι βρήκε τον Άλκη παρέα με τον Σπίθα, να έχουν στήσει την σκηνή τους κάτω από έναν τεράστιο πλάτανο, κάπου στην παραλία του Γέλιου. Τις ώρες που ο Άλκης διάβαζε το αγαπημένο του βιβλίο, ο Σπίθας συνήθιζε να εξερευνά απόμερα σημεία της παραλίας, σε μια προσπάθεια να ανακαλύψει κάποιον κρυμμένο – και γιατί όχι;- νόστιμο θησαυρό.
Και να, που οι προσπάθειές του δεν πήγαν χαμένες. Πίσω από ένα δέντρο εμφανίστηκαν ξαφνικά δυο μικρά τριγωνικά αυτάκια, που έκαναν τον Σπίθα να αναπηδήσει από τρόμο, και να ξεφωνίσει ένα δυνατό ΓΟΥΦ!
-Μην φωνάζεις, θα μας ακούσουν! Ακούστηκε μια λεπτή φωνούλα πίσω από το δέντρο.
-Ποιος είναι εκεί; Γιατί κρύβεσαι;
-Δεν κρύβομαι, κοιμόμουν, ώσπου ήρθες εσύ! Ησύχασε! Δεν φτάνει που εμφανίζεσαι ξαφνικά, μου χαλάς τον ύπνο, και εισβάλλεις στον χώρο μου – μα κάνεις και φασαρία. Θα ακούσουν τις φωνές σου και θα μαζευτούν όλοι εδώ, και πάλι θα ψάχνουν τρόπο να με διώξουν.
-Μα, βγες από εκεί πίσω επιτέλους! Ποιος είσαι;
Ένα μικρό μαύρο κεφαλάκι με δυο σχιστά καταπράσινα μάτια ξεπρόβαλλε.
-Ποια παρακαλώ!
-Και τι είσαι;
-Γάτα! Δεν έχεις ξαναδεί γάτα στην ζωή σου; Μα…τι έχουν τα αυτιά σου και είναι τόσο περίεργα;
-Ει! Λίγα λόγια για τα αυτιά μου, είναι η γοητεία μου. Είσαι πολύ αγενής!
-Δεν είμαι αγενής, τα αυτιά σου είναι περίεργα.
-Μιλάς κι εσύ που κουτσαίνεις.
-Δεν κουτσαίνω, χορεύω! Κι αυτό γιατί έχω τρία πόδια. Αν δεν σου αρέσει ο χορός μου μπορείς να φύγεις, να μου αδειάσεις και την γωνιά.
- Μου αρέσει. Είσαι περίεργη σαν εμένα. Πώς σε λένε;
-Ψωριάρικο με φωνάζουν. Αλλά δεν είναι αυτό το όνομά μου, δεν έχω όνομα.
-Ποιοι σε φωνάζουν έτσι;
-Όλοι όσοι με βλέπουν. Να! Τους βλέπεις όλους εκείνους που απολαμβάνουν την θάλασσα; Τους ενοχλεί η παρουσία μου. Με κοιτάζουν με λύπηση αλλά όταν τους πλησιάζω, με διώχνουν φωνάζοντας «Φύγε από εδώ ψωριάρικο!».
-Και πού μένεις;
- Εδώ, σε αυτό το δέντρο. Αυτό είναι το σπίτι μου.
-Μα δεν φοβάσαι; Τι τρως;
-Συνήθισα, αν και δεν σου κρύβω πως τον χειμώνα είναι δύσκολα. Το καλοκαίρι, όλο και κάτι θα βρω να φάω από τα σκουπίδια που αφήνουν οι άνθρωποι στην παραλία. Ανάμεσα στα τόσα πλαστικά ποτηράκια, όλο και κάποιο ξεχασμένο ξεροκόμματο θα βρω να γεμίσω την κοιλιά μου. Τον χειμώνα όμως, δεν έρχεται κανείς. Δύσκολο το φαγητό, και η μοναξιά.
-Σε καταλαβαίνω, έτσι ήμουν κι εγώ πριν με βρει ο Άλκης, μόνο που εγώ είχα παρέα, δεν ήμουν μόνος. Πεινούσα όμως, πολύ, και προσπαθούσα να ξεχάσω την πείνα μου παίζοντας, αλλά μετά πεινούσα ακόμη περισσότερο. Από τότε που με βρήκε ο Άλκης, τρώω κάθε μέρα λουκάνικα! Σου αρέσουν τα λουκάνικα;
-Πού να ξέρω; Λες και έφαγα ποτέ…
-Τι;;!!!Δεν έχεις φάει λουκάνικα; Δεν ξέρεις τι χάνεις. Έλα μαζί μου, αλλά σιγά σιγά, μην τρομάξει ο Άλκης.
-Μα ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Άλκης;
-Είναι ο φίλος μου, ένας ψηλός με κάτι μεγάλα πράσινα μάτια, σαν τα δικά σου.
- Κρύψου! Έρχονται! Θα νομίσουν πως είσαι κι εσύ ψωριάρικο και ίσως σε χτυπήσουν.
Ο Σπίθας τρομαγμένος, έτρεξε γρήγορα-γρήγορα να κρυφτεί πίσω από το δέντρο, έλα όμως που το δέντρο ήταν μια σταλιά και ίσα που κατάφερνε να κρύψει την ουρά του.
-Μα τι κάνεις; Θα σε δουν εδώ! Πήγαινε στον θάμνο, φύγε μακριά.
Κάποιοι άνθρωποι από την παραλία άρχισαν να πλησιάζουν φωνάζοντας «ξου ξου». Ο Σπίθας τρομαγμένος, δίχως να σκεφτεί, αρπάζει από τον λαιμό την φίλη του, και τρέχει προς τον Άλκη.
Ο Άλκης είχε αρχίσει ήδη να ανησυχεί με την πολύωρη απουσία του Σπίθα και είχε ξεκινήσει να τον ψάχνει, όταν ξαφνικά τον είδε να τρέχει αλαφιασμένος προς το μέρος του, με ένα γατάκι στο στόμα του. Έμεινε σαστισμένος να κοιτά, τρόμαξε, πίστεψε ότι ο Σπίθας τραυμάτισε το μικρό γατάκι, και του το έφερε για δώρο, μέχρι που είδε την μικρή να πηδά από το στόμα του Σπίθα και να τρίβει την μουσούδα της στην μύτη του Σπίθα.
-Σε ευχαριστώ που με έσωσες!
Ο Σπίθας, κοίταξε με παραπονεμένο ύφος τον Άλκη, τέντωσε τα αυτιά του, και άρχισε να στροβιλίζεται στον αέρα, με κάθε πήδημα χαράς.
-Ούτε να το σκέφτεσαι! – αναφώνησε ο Άλκης, και περπάτησε προς την σκηνή.
Ο Σπίθας, ανέβασε την μικρή του φίλη στην ράχη του, και άρχισε να τρέχει προς τον Άλκη. Άφησε κάτω την φίλη του και την έσπρωξε απαλά, προς το μπολ με το φαγητό του. Η μικρούλα, άρχισε να καταβροχθίζει με μανία τις κροκέτες του Σπίθα, ώσπου η κοιλιά της φούσκωσε σαν μπαλόνι, έτοιμο να εκραγεί.
Σειρά είχε το μπάνιο! Ο Σπίθας, άρχισε να πλένει την φίλη του με την τεράστια γλώσσα του, με εκείνη να απολαμβάνει την φροντίδα του νέου, περίεργου φίλου της.
Ο Άλκης, καθ’ όλη την διάρκεια, κοιτούσε σαστισμένος. Αύριο, θα ήταν η τελευταία ημέρα των διακοπών τους, τι θα έκανε με την μικρή χνουδομπαλίτσα, που έδινε τόση χαρά στον μικρό του φίλο; Είχε αρχίσει να βραδιάζει πια, κι ο Άλκης συλλογίστηκε «ας κοιμηθούμε απόψε, κι αύριο όλο και κάποιον θα βρω να σε φροντίσει»
Το επόμενο πρωί βρήκε τον Άλκη να κοιμάται αγκαλιά με τον Σπίθα, που σφύριζε σαν τρένο σε κατηφόρα, και την χνουδομπαλίτσα, που γουργούριζε σαν τρακτέρ έτοιμο να προσγειωθεί επάνω σε τόνους χορταριού.
Φτάνοντας στο λιμάνι, ο Άλκης με τον Σπίθα ανέβηκαν στο κατάστρωμα του καραβιού και αφού τακτοποίησαν τα πράγματά τους, ο Άλκης άνοιξε την τσάντα του, κι από μέσα ξεπρόβαλλε το μικρό μαύρο κεφαλάκι της χνουδομπαλίτσας.
-Θα σου φτιάξω ένα καροτσάκι, για να τρέχεις με τον φίλο σου, είπε ο Άλκης. Θα πρέπει να σου βρω και όνομα. Τι θα έλεγες για το «μπαλίτσα»;
Ο Σπίθας και η μικρή χνουδομπαλίτσα κοίταξαν με απορία τον Άλκη.
-Καλά, καλά, μην με κοιτάζετε έτσι. Πως θα σου φαινόταν το Smile; Ναι, αυτό θα είναι το όνομά σου, «Smile», εξάλλου, σε βρήκε στην παραλία του Γέλιου, κι από εδώ και στο εξής, η ζωή σου θα είναι γεμάτη από αυτό.
-Αν δεχτώ το όνομα θα μου δίνει λουκάνικα;
-Σίγουρα! Αναφώνησε ο Σπίθας και σηκώθηκε στα δυο του πόδια, κουνώντας την ουρά του χαρούμενα.
Η Smile κοίταξε τον Άλκη με λατρεία, και βάλθηκε να τρίβεται πάνω του.
Έτσι, λοιπόν, ευχαριστημένοι οι τρεις μας φίλοι, έμειναν εκεί να ατενίζουν το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας που θα τους οδηγούσε στην νέα τους ζωή…
Δώρα Λαϊνά
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου