Το Σάββατο 24 Μαΐου, συστήθηκε ανεξάρτητη τριμελής επιτροπή, η οποία και παρέλαβε τα έργα από τον κ. Τσιλίκα.
Η επιτροπή απαρτίστηκε
από τα μέλη:
1.
Δρ. Θαρρενός
Μπράτιτσης, Δντης Εργαστηρίου ΔΗΚΑΙΤΕ, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας,
2.
Ευτυχία Σαμαρτζοπάνου
(ψευδώνυμο: Αριάδνη Δάντε), Συγγραφέας Παιδικής Λογοτεχνίας,
3.
Αρχοντούλα
Αλεξανδροπούλου, Εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η Επιτροπή παρέλαβε έντεκα
(11) ατομικά παραμύθια, μία (1) ψηφιακή αφήγηση και πέντε (5) ομαδικά παραμύθια
από 43 μαθητές Β’ - ΣΤ’ Δημοτικού, από έξι Δημοτικά Σχολεία. Συγκεκριμένα:
Α/α |
Σχολική Μονάδα |
Δήμος |
Κείμενα |
Ψηφ. Αφηγ. |
Μαθητές |
1 |
Δημ.
Σχ. Δοκιμίου |
Αγρινίου |
7 |
0 |
14
|
2 |
1ο
Δημ. Σχ. Καινούργιου |
Αγρινίου |
1 |
0 |
1 |
3 |
9ο
Δημ. Σχ. Αγρινίου |
Αγρινίου |
1 |
0 |
1 |
4 |
17ο
Δημ. Σχ. Αγρινίου |
Αγρινίου |
1 |
|
20 |
5 |
21ο
Δημ. Σχ. Αγρινίου |
Αγρινίου |
1 |
|
1 |
6 |
3ο
Δημ. Σχ. Αιτωλικού |
Ι.Π.
Μεσολογγίου |
5 |
1 |
6 |
ΣΥΝΟΛΑ |
16 |
1 |
43 |
Σχολιασμός
Οι μαθητές εμπνεύστηκαν
από τη Μυθολογία της περιοχής και συγκεκριμένα: τον βασιλιά Ανήλιαγο και την
κυρα-Ρήνη, τον Τίτορμο, τον Αιτωλό, τον Μελέαγρο της Καλυδώνας και τον Αχελώο.
Τα παραμύθια διαδραματίστηκαν στα Προσήλια Αιτωλοακαρνανίας, στο Βελανιδοδάσος,
στον ποταμό Αχελώο, τη λίμνη Τριχωνίδα, στο Αγρίνιο και στο Δοκίμι.
Η Επιτροπή αποφάσισε να
βραβεύσει ανά κατηγορία τους κάτωθι μαθητές.
1.1.
Ατομικές
Διακρίσεις
Κατηγορία Παραμυθιού
Βραβείο
Παραμυθιού λαμβάνει η μαθήτρια ΣΤ’ Δημοτικού Μαρία Πασχέντη του
Δημοτικού Σχολείου Δοκιμίου για το έργο: «Η εκδίκηση των μαγισσών».
Έπαινο
λαμβάνει ο μαθητής Δ’ Δημοτικού Ιωάννης Τασιούλης του 1ου Δημοτικού
Σχολείου Καινούργιου για το έργο: «Ο όρκος».
Εύφημο
μνεία λαμβάνουν οι μαθητές:
1. Διονύσης Π., του 3ου
Δημοτικού Σχολείου Αιτωλικού για το έργο: «Ο πρίγκιπας με την κατάρα».
2. Κωνσταντίνα Σ., του 3ου
Δημοτικού Σχολείου Αιτωλικού για το έργο: «Η υπηρέτρια».
Αναμνηστικά
Συμμετοχής λαμβάνουν οι συγγραφείς με ψευδώνυμα: Αναστάσης,
Πουπουλένια, Μ-Χ, Ζουζουνέλα, Κατερίνα Μηλίδου, Μπίλυ και VillageMan.
Κατηγορία Ψηφιακής Αφήγησης
Έπαινο
λαμβάνει η μαθήτρια Γ’ Δημοτικού Κατερίνα Π. του 3ου Δημοτικού
Σχολείου Αιτωλικού για το έργο: «Η ηλιαχτίδα που σκότωσε το βασιλόπουλο».
Παρατήρηση
Το παραμύθι «Ο θάνατος
του Ανήλιαγου» της συγγραφέως «Πουπουλένιας» από το 3ο Δημοτικό
Σχολείο Αιτωλικού περιλαμβάνει εικονογράφηση σε καρέ και έξυπνους διαλόγους. Με
κατάλληλες οδηγίες το έργο μετατρέπεται σε μια ενδιαφέρουσα ψηφιακή αφήγηση.
1.2.
Ομαδικές
Διακρίσεις
Βραβείο
Παραμυθιού λαμβάνουν οι συγγραφείς με το ψευδώνυμο: «Τα
δευτεράκια», της εκπαιδευτικού Ελένης Μάντζιου, της Β’ Δημοτικού από το 17ο
Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου, για το έργο: «Ο Μελέαγρος και η μαγική χρυσόσκονη
της γέρικης Βελανιδιάς». Πίσω από το ψευδώνυμο «Τα δευτεράκια» βραβεύτηκαν οι
μαθητές: Κωνσταντίνος Μπρέσιακας, Άρης Αποστολόπουλος, Απόστολος Αλπίτσης,
Νικόλαος Λάιος, Κωνσταντίνος Ζωγράφος, Βασίλης Τσιλιμπώκος, Παναγιώτης
Παρθένης, Κωνσταντίνος Τσιλιμπώκος, Ευαγγελία Μέντζου, Αλίνα Τσιρογιάννη,
Ιωάννα Δημητρογιάννη, Σοφία Τζάνη, Βλάσης Ταράτσας, Παυλίνα Σταμάτη, Παναγιώτης
Μακρυγιάννης, Γεωργία Καμπέρη, Χαράλαμπος Μακράκης, Κωνσταντίνος Καραμπέκιος,
Κωνσταντίνα Ανδριοπούλου, Σταύρος Φλώτσιος.
Έπαινο
λαμβάνουν οι μαθητές Δημήτρης Παπαγεωργίου, Θοδωρής Γεωργιάδης και Δημήτρης
Αγραφιώτης για το έργο: «Το κατεστραμμένο άγαλμα». Οι μαθητές φοιτούν στη ΣΤ΄
τάξη της εκπαιδευτικού Χαράς Μπεκιάρη, στο Δημοτικό Σχολείο Δοκιμίου.
Εύφημο
μνεία λαμβάνει η μαθήτρια Εβελίνα Ντάτσικα και ο μαθητής
Χρήστος Σταυρόπουλος για το έργο «Η μάγισσα Ιζαμπέλ». Οι μαθητές φοιτούν στη
ΣΤ΄ τάξη της εκπαιδευτικού Χαράς Μπεκιάρη, στο Δημοτικό Σχολείο Δοκιμίου.
Αναμνηστικά Συμμετοχής λαμβάνουν οι συγγραφείς με ψευδώνυμα: 3 Καρυάτιδες & 1 Μούσα και οι αδερφές Γουίνστον.
2.
Ατομικά
Έργα
2.1.
Η εκδίκηση των μαγισσών (ΒΡΑΒΕΙΟ)
Μια
φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα μεγάλο δάσος χωρισμένο σε δύο πλευρές, το
Βελανιδοδάσος της Αιτωλοακαρνανίας. Στη μία πλευρά ζούσαν νεράιδες και γοργόνες
που είχαν υπερφυσικές δυνάμεις. Αυτή η πλευρά ήταν μαγευτική , είχε πολύ ωραία
σπίτια, δέντρα και λίμνες όπου ζούσαν μέσα οι γοργόνες του γλυκού νερού. Γενικά
εκεί μέσα επικρατούσε κέφι, ζωντάνια και αγάπη μεταξύ τους.
Στην
άλλη πλευρά του δάσους ζούσαν κακές μάγισσες. Εκεί κυριαρχούσε η δυστυχία και
δεν υπήρχε καθόλου αγάπη. Δεν συμφωνούσαν σε τίποτα! Ήταν πολύ ξεροκέφαλες!
Μόνο σε ένα πράγμα συμφωνούσαν όλες τους εκεί πέρα: να κατακτήσουν το
νεραϊδοχωριό. Κατέστρωναν ένα σχέδιο εδώ και πολύ καιρό.
Οι
μάγισσες ήταν από καιρό προετοιμασμένες για την κατάκτηση του νεραϊδοχωριού,
δηλαδή είχαν έτοιμα τα ραβδιά τους, τις σκούπες και άλλα μαγεμένα
αντικείμενα-όπλα που θα τους χρειάζονταν. Έτσι ξεκίνησαν. Στο νεραϊδοχωριό εκείνη
την ώρα επικρατούσε ηρεμία… μέχρι στιγμής. Τέσσερις φίλες, κάτοικοι του χωριού
- η Ζαχαρένια, η Άρια, η Κόνι και η Ρένια- πήγαν να μαζέψουν μανιτάρια για να
φτιάξουν μανιταρόσουπα. Ξαφνικά βλέπουν τις μάγισσες να κατευθύνονται προς το νεραϊδοχωριό.
Τότε κατευθείαν έτρεξαν προς τα εκεί, αλλά δεν πρόλαβαν να αφοπλίσουν τις
μάγισσες, που είχαν είδη πάρει τη μαγεία από τις νεράιδες και τις γοργόνες.
Τρομαγμένες οι τέσσερις φίλες, πήγαν να κρυφτούν και άρχισαν να συζητούν πώς θα
εξολοθρεύσουν τις μάγισσες. Όμως αυτά τα κορίτσια είχαν μια ιδιαιτερότητα: δεν
είχαν μαγικές ικανότητες, δηλαδή δεν
ήταν ούτε γοργόνες ούτε νεράιδες, γι’ αυτό εκεί κάποιες τις κορόιδευαν. Έπεισαν
τον εαυτό τους πως δεν θα τα καταφέρουν χωρίς μαγεία και άρχισαν να κλαίνε. Σαν
πέρασε λίγη ώρα, η Κόνι και η Ρένια που ήταν λίγο πιο θαρραλέες από τις άλλες,
προσπάθησαν να μεταπείσουν τις φίλες τους,
λέγοντάς τους: «Πώς θα αφήσουμε το χωριό μας; Είμαστε μια ομάδα με ή
χωρίς μαγεία και οι μάγισσες δεν είναι πιο δυνατές από εμάς». Έτσι πήραν θάρρος
κι όλες μαζί πήραν ξύλα από το δάσος για να τις πολεμήσουν. Εξολόθρευσαν τις
μάγισσες που φιλούσαν καραούλι στην πύλη. Μπήκαν μέσα σιγά-σιγά, κρύφτηκαν πίσω
από έναν μεγάλο θάμνο και παρατηρούσαν κρυφά κάποιες μάγισσες που βρίσκονταν
πιο πέρα. Τις άκουσαν να λένε, πως τις νεράιδες και τις γοργόνες, τις κρατούν
φυλακισμένες σε ένα κλουβί δίπλα στο τεράστιο δέντρο που χώριζε τις δύο
πλευρές.
Τα
κορίτσια δε δίστασαν στιγμή! Πήγαν
κατευθείαν στο δέντρο αυτό. Όμως το κλουβί το προστάτευε ένας δράκος. Οι
κοπέλες τότε άρχισαν να καταστρώνουν ένα νέο σχέδιο . Η Άρια που έτρεχε πιο
γρήγορα έκανε θόρυβο και μόλις την είδε ο δράκος πήγε προς το μέρος της, τα
κορίτσια έτρεξαν προς το κλουβί, αλλά τα κλειδιά τα είχε ο δράκος στον λαιμό
του. Τότε η Ζαχαρένια σφύριξε δυνατά και ο δράκος γύρισε και έτρεξε προς τα
εκεί και η Ρένια έκανε ένα μεγάλο άλμα και άρπαξε τα κλειδιά. Ο δράκος έβγαλε
δυνατές κραυγές. Οι μάγισσες τον άκουσαν και έτρεξαν εκεί , όμως οι νεράιδες
και οι γοργόνες είχαν ήδη ελευθερωθεί! Μετά απ’ όλα αυτά, οι μάγισσες έφυγαν
κλωτσιδόν από το νεραϊδοχωριό κι επικράτησε ξανά η αγάπη ...
Μαρία Πασχέντη, ΣΤ’ Δημοτικού, Δημοτικό Σχολείο Δοκιμίου
2.2.
Ο όρκος (ΕΠΑΙΝΟΣ)
Ιωάννης Τασούλης, Δ’ Δημοτικού, 1ο Δημοτικό Σχολείο Καινούργιου
2.3.
Ο πρίγκιπας με την κατάρα (ΕΥΦΗΜΟΣ
ΜΝΕΙΑ)
Διονύσης Π., Γ’ Δημοτικού, 3ο Δημοτικό Σχολείο Αιτωλικού
2.4.
Η υπηρέτρια (ΕΥΦΗΜΟΣ ΜΝΕΙΑ)
Κωνσταντίνα Σ., Γ’ Δημοτικού, 3ο Δημοτικό Σχολείο
Αιτωλικού
2.5.
Ο θάνατος του Ανήλιαγου
Πουπουλένια, Γ’ Δημοτικού, 3ο Δημοτικό Σχολείο Αιτωλικού
2.6. Ο πρίγκιπας και ο Ήλιος
Μ-Χ, Γ’ Δημοτικού, 3ο Δημοτικό Σχολείο Αιτωλικού
2.7. Η Αγάπη του Ανήλιαγου για την κυρα-Ρήνη
Ζουζουνέλα, Γ’ Δημοτικού, 3ο Δημοτικό Σχολείο Αιτωλικού
2.8.
Η επίσκεψη των αρχαίων πνευμάτων
στην Αιτωλοακαρνανία
Πριν λίγα χρόνια, κάποια πνεύματα από τα
τάρταρα της γης, επισκέφτηκαν την Αιτωλοακαρνανία με σκοπό να κάνουν τους
ανθρώπους της περιοχής αυτής να μην διαπράττουν εγκλήματα. Αυτά τα πνεύματα
είχαν μετανοήσει για το τι είχαν κάνει στο παρελθόν όταν ζούσαν και ήθελαν ο
κόσμος να μην κάνει τα ίδια λάθη.
Πριν
όμως ξεκινήσουν το
έργο τους, ταξίδεψαν
λίγο γύρο στον
νομό, για να έχουν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν. Μαγεύτηκαν
από την λίμνη
Τριχωνίδα και τον
ποταμό Αχελώο, που ήταν μια
ποτάμι-θεότητα και είχε παλέψει με τον Ηρακλή, που παρά τις συνεχείς μεταμορφώσεις του, έχασε. Τότε ο Ηρακλής
του απέκοψε το δεξί του κέρατο . Τα πνεύματα αυτά πίστευαν πως ένας
νομός με τέτοια πλούσια ιστορία θα έπρεπε να κατοικείται μόνο από καλούς
ανθρώπους.
Γρήγορα διαπίστωσαν πως
δεν είναι όλοι
οι κάτοικοι του
νομού κακοί και
εγκληματίες. Ήξεραν ποιος ήταν
αγνός και ποιος
όχι. Αλλά τα πνεύματα
δεν ήξεραν πώς να
τους κάνουν καλύτερους
και να πάψουν να είναι εγκληματίες.
Όπως τριγυρνούσαν στην περιοχή του Αγρίνιου, κοντά στο χωριό Δοκίμι, ξαφνικά
είδαν ένα μικρό
κορίτσι να προσπαθεί
να πάρει πίσω
τα λεφτά που
της τα είχαν
κλέψει δύο ληστές.
ΟΙ ληστές, ευτυχώς
δεν χτύπησαν το
μικρό κορίτσι. Το κορίτσι, παρά τις προσπάθειες που έκανε, δεν
κατάφερε να πάρει
πίσω τα χρήματα
που της τα
είχε δώσει η
μητέρα της για
να αγοράσει λίγο ψωμί
από τον φούρνο. Τότε
τα πνεύματα αποφάσισαν
να την επισκεφτούν
εκείνο το βράδυ.
Έτσι και έγινε. Όταν
το μικρό κορίτσι στεναχωρημένο, έκλαιγε
στο δωμάτιό της, τα
πνεύματα εμφανίστηκαν μπροστά
της. Το κορίτσι
έμεινε άφωνο με
αυτό που μόλις
είχε δει. Δεν ήξερε αν ήταν
όνειρο ή πραγματικότητα. Αν έπρεπε να φοβηθεί ή να χαρεί.
Τα πνεύματα άρχισαν να
της μιλάνε και
έτσι ξεκίνησε μια
μεγάλη συζήτηση. Μόνο η
μικρή κοπέλα μπορούσε να
τα δει και
να τα ακούσει. Την παρηγόρησαν για αυτό που είχε
γίνει και της υποσχέθηκαν ότι θα την βοηθήσουν. Το αμέσως επόμενο πρωινό
ξεκίνησαν να πηγαίνουν
σε καταφύγια κλεφτών και
δολοφόνων μαζί με την κοπέλα,
αλλάζοντας γνώμη σε
πολλούς από αυτούς.
Όπως επισκεπτόταν τους
εγκληματίες, έπεσαν πάνω
σε αυτούς που
την είχαν κλέψει. Οι
κλέφτες αμέσως κατάλαβαν
ποια ήταν και
αφού φοβήθηκαν μήπως
είχε φέρει την
αστυνομία μαζί της,
πήγαν να το βάλουν στα πόδια. Όμως εκείνη
τους καθησύχασε λέγοντάς
τους ότι ήταν
μόνη της και ότι
ερχόταν ειρηνικά. Μετά
από πολλή κουβέντα και μεγάλη προσπάθεια, οι ληστές υποσχέθηκαν να αλλάξουν και
συμφιλιώθηκαν με το κορίτσι, ενώ επέστρεψαν
τα χρήματα που
της είχαν πάρει.
Μετά από πολλές μέρες,
μπορεί να μην
κατάφεραν να τους
κάνουν όλους καλούς,
αλλά κατάφεραν τους
περισσότερους .
Τότε τα πνεύματα
επέστρεψαν στα τάρταρα της γης και
σχεδόν όλος ο
νομός έγινε αγνός. Πλέον
όλοι οι κάτοικοι
σχεδόν δεν έχουν να
φοβούνται τίποτα από την εγκληματικότητα, επομένως
έγινε η δουλειά
των αστυνομικών πιο
εύκολη και ευχάριστη.
Villageman, ΣΤ’ Δημοτικού, Δημοτικό Σχολείο Δοκιμίου
2.9.
Το
κάστρο των μαγισσών
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν κάποιες
μάγισσες που ζούσαν σε μια πόλη το Αγρίνιο. Οι μάγισσες εκεί είχαν φτιάξει ένα
κάστρο. Όμως εκεί που το έφτιαξαν εμπόδιζαν τους ανθρώπους να περάσουν, τα
αυτοκίνητα, τα λεωφορεία, τα ταξί και αυτοκίνητα.
Μετά από πολύ καιρό οι άνθρωποι, αφού δεν είχαν άλλη επιλογή, αποφάσισαν
να πάνε να μιλήσουν στις μάγισσες. Εκείνες υποσχέθηκαν ότι θα συμμορφωθούν,
όμως, δεν κράτησαν την υπόσχεσή τους. Πήγαν λοιπόν να μαζέψουν βότανα για να φτιάξουν τα μαγικά
τους φίλτρα με σκοπό να δηλητηριάσουν όσον κόσμο τις αντιπαθούσε.
Τότε οι άνθρωποι είχαν κάνει ένα
σχέδιο, για να καταστρέψουν το κάστρο.
Λίγες μέρες αργότερα, κατάφεραν να
πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους και το κατέστρεψαν. Οι μάγισσες ήρθαν και
αναρωτήθηκαν πού είναι το κάστρο τους. οι άνθρωποι απάντησαν ότι το
κατέστρεψαν, γιατί δεν τήρησαν την συμφωνία που είχανε δώσει. Οι μάγισσες είχαν
θυμώσει πάρα πολύ και πήγαν και στεγάστηκαν στον ποταμό Αχελώο. οι κάτοικοι του
ποταμού Αχελώου προσπαθούσαν να καταλάβουν από που ήρθαν αυτές οι μάγισσες.
Έτσι αποφάσισαν να μπουν στο σπίτι τους μέσα κρυφά, για να μην τους
καταλάβουν οι μάγισσες. Όταν διαπίστωσαν ότι έφτιαχναν δηλητηριώδη φίλτρα,
πήγαν χωρίς δεύτερη σκέψη στην αστυνομία. Οι αξιωματικοί δεν τους πίστεψαν και
τους έδιωξαν. Λίγο καιρό μετά, οι κάτοικοι του ποταμού Αχελώου, είδαν έναν
άνθρωπο να προσπαθεί να συνεργαστεί με τις μάγισσες . Αφού δεν το γνώριζαν,
πήγαν ξανά στην αστυνομία και τους παρακάλεσαν να πάνε εκεί και να ρωτήσουν τι
συμβαίνει. . Η αστυνομία μόλις το είδε επικοινώνησε κατευθείαν με τους
δημοσιογράφους, μήπως και πείσουν τους ανθρώπους να προσέχουν. Οι άνθρωποι με
αυτό το γεγονός τρομοκρατήθηκαν και δεν ξαναβγήκαν από τα σπίτια τους. ‘Ολα τα
μαγαζιά έκλεισαν και η πόλη άρχισε να βρομίζει από τα σκουπίδια και να
ερημώνει. Οι άνθρωποι, όταν κατάλαβαν ότι δεν έχουν άλλες προμήθειες, άρχισαν
να βγαίνουν από τα σπίτια τους και η πόλη σιγά σιγά άρχισε να γίνεται πιο όμορφη και ζωντανή.
Έναν χρόνο μετά, η πόλη έγινε υπερβολικά
πολύ όμορφη και άρχισαν να έρχονται και τουρίστες από το εξωτερικό, αλλά οι τουρίστες, πέταγαν
πολλά σκουπίδια και η πόλη έγινε όπως παλιά.
Οι αξιωματικοί δεν το δέχτηκαν και έβαλαν πρόστιμο 300 ευρώ και καινούριους ανακυκλώσιμους κάδους. Από
τότε η πόλη του Αγρινίου έγινε η πιο όμορφη πόλη της Ελλάδας και οι μάγισσες
εξαφανίστηκαν!
ΜΠΙΛΥ, ΣΤ’ Δημοτικού, Δημοτικό Σχολείο Δοκιμίου
2.10.
Ο
Τίτορμος ο ξακουστός βοσκός
Μια φορά κι έναν καιρό σ ‘έναν τόπο
μακρινό ήταν ένας άντρας που τον έλεγαν Τίτορμο. Ήταν ένας βοσκός που έβοσκε
τους ταύρους και τις αγελάδες του στα βουνά. Ο Τίτορμος ήταν αρκετά ντροπαλός
και του άρεσε η μοναξιά… Γι΄αυτό ήταν βοσκός.
Μια μέρα είδε έναν από τους ταύρους του να
θέλει να φύγει. Αυτός αμέσως τρέχει και πιάνει τον ταύρο απ΄το πόδι και τον
πετάει πίσω στο κοπάδι.
Ο Τίτορμος έχτισε ένα τείχος σε ένα μεγάλο
μέρος του βουνού για να μην προσπαθούν να φύγουν οι ταύροι και οι αγελάδες. Το
έχτισε με μεγάλους βράχους .
Μια κυρία ανέβαινε στο βουνό για να
μαζέψει ρίγανη και βρήκε τον Τίτορμο να χτίζει το τείχος με τις μεγάλες
κοτρόνες και «έμεινε με το στόμα ανοιχτό»!
«Πώς είναι δυνατόν;!» λέει η κυρία και τον
κοιτάει άφωνη! Μαζεύει όση ρίγανη θέλει και φεύγει. Αυτή το λέει στις
νοικοκυρές της γειτονιάς και σιγά σιγά το μαθαίνουν όλοι.
Ο Μίλων ο Κροτωνιάτης ήταν ένας
Ολυμπιονίκης που ήταν άριστος στην πάλη. Έλεγαν ,όμως, όλοι στον Μίλωνα :
«Μπορεί να κέρδισες στους Ολυμπιακούς Αγώνες , αλλά αν ερχόταν εδώ ο Τίτορμος ο
ξακουστός βοσκός θα σε είχε νικήσει!». Και ο Μίλωνας θύμωσε και είπε: « Θα πάω
στον Τίτορμο και θα τον νικήσω και θα με θυμηθείτε!».
Ο Μίλωνας έκανε μεγάλο ταξίδι ως τα ψηλά
βουνά. Μόλις έφτασε ζήτησε από τον Τίτορμο να του δείξει τί μπορεί να κάνει. Ο
Τίτορμος παραξενεύτηκε λίγο ,αλλά δέχτηκε.
Ο Τίτορμος έπιασε με το ένα χέρι το κέρατο
ενός ταύρου και έπιασε με το άλλο χέρι το κέρατο ενός άλλου ταύρου και τους
πέταξε δίπλα στον Μίρωνα. Μετά ο Τίτορμος πήρε μία κοτρόνα που είδε δίπλα του,
τη σήκωσε ψηλά και την πέταξε στον Μίλωνα. Ο Μίλωνας για να μην χτυπηθεί πήδηξε
λίγα μέτρα δεξιά από εκεί που πέταξε ο Τίτορμος την κοτρόνα.
Ο Μίλωνας εντυπωσιάστηκε με την μεγάλη
δύναμη του Τίτορμου και είπε:
« Ω Δία, άλλος ένας Ηρακλής!»
Κατερίνα Μηλίδου, Β’ Δημοτικού, 9ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου
2.11.
Σιμιόσις
Αναστάσης, ΣΤ’ Δημοτικού, 21ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου
3.
Ομαδικά
Έργα
3.1. Ο Μελέαγρος και η μαγική χρυσόσκονη της γέρικης Βελανιδιάς (ΒΡΑΒΕΙΟ)
Σκεφτήκαμε μια ιστορία
από την αρχαία Αιτωλία,
που
με τον καιρό, ίσως γίνει παραμύθι ξακουστό…
Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν κήπο μαγικό
συναντήθηκαν τρεις οκτάχρονοι φίλοι καρδιακοί, ο Κώστας, η Μαρίνα και η
Κυριακή. Χάζευαν την ομορφιά του, τα πλούσια χρώματα του και τα καρποφόρα
δέντρα του που απλώνονταν γύρω γύρω του λες και χόρευαν πιασμένα σε ένα τρελό
γαϊτανάκι καθώς ο ανοιξιάτικός άνεμος κουνούσε ρυθμικά τα ανθισμένα και
ευωδιαστά κλαδιά τους.
-
Τι παιχνίδι θα παίξουμε σήμερα; ρώτησε η
Κυριακή.
-
Εγώ λέω να παίξουμε κρυφτό, πρότεινε η
Μαρίνα.
-
Ας παίξουμε κρυφτό λοιπόν! Είμαι πολύ
καλός σε αυτό το παιχνίδι, συμφώνησε ο Κώστας.
-
Θα τα φυλάξω εγώ και αμέσως θα σας βρω,
συμπλήρωσε η Μαρίνα.
Δίχως να χάνουν χρόνο, τα δυο παιδιά τρέχουν
να κρυφτούν αλλά από το πουθενά, η φωνή του Κώστα τις καλούσε τσιριχτά:
-
Τρέξτε, τρέξτε, ελάτε από εδώ! Πίσω από τη
μηλιά εμφανίστηκε από το πουθενά μια γέρικη βελανιδιά με μια τεράστια κουφάλα
στην κοιλιά της!
Τα δυο κορίτσια, πλησιάζοντας γοργά και με
βήματα ταχιά, έκπληκτες παρατηρούσαν την παράξενη κουφάλα που ήταν λουσμένη στα
χρώματα του ουράνιου τόξου.
-
Φαίνεται μαγική, αναφώνησε η Κυριακή.
-
Μοιάζει σαν μια πύλη που να οδηγεί σε έναν
άλλο κόσμο, πρόσθεσε η Μαρίνα.
-
Ας μην καθόμαστε άλλο εδώ, διέκοψε ο
Κώστας. Ας μπούμε μέσα της και ας δούμε πού θα μας οδηγήσει…Μοιάζει σαν μια
πολύ περίεργη και παράξενη μηχανή του χρόνου! Δεν έχετε περιέργεια κορίτσια που
μπορεί να μας οδηγήσει; αναρωτήθηκε.
Ξεχνώντας κάθε δισταγμό, οι τρεις φίλοι
πήδηξαν μεμιάς μέσα της και με έναν ανεξήγητο τρόπο ταξίδεψαν μέσα στον χρόνο,
μην ξέροντας τον προορισμό τους.
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα αλλά στα παιδιά
φάνηκαν ώρες ολόκληρες και η πύλη της κουφάλας του δέντρου άνοιξε, οδηγώντας
τους σε μια άγνωστη μικρή πόλη που τα παιδιά δεν είχαν ξαναδεί. Τα σπίτια ήταν
χαμηλά και πέτρινα και οι άνθρωποι ήταν ντυμένοι παράξενα. Φορούσαν χιτώνες,
μανδύες ακόμη και πολεμικές στολές που έμοιαζαν με αρχαίες. Συνειδητοποίησαν
ότι εκείνη την ημέρα, οι κάτοικοι αυτής της πόλης γιόρταζαν κάτι σημαντικό,
αφού ήταν όλοι τους πολύ χαρούμενοι, χόρευαν και τραγουδούσαν χωρίς σταματημό.
Αρχικά, οι τρεις φίλοι τα έχασαν για λίγο αλλά
η Κυριακή χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της ρώτησε, έχοντας μεγάλη περιέργεια,
έναν κάτοικο που περνούσε τυχαία από μπροστά τους:
-
Θα μπορούσατε να μας πείτε, που
βρισκόμαστε καλέ μου κύριε;
Εκείνος έδειξε να καταλαβαίνει τα παράξενα
ελληνικά που μιλούσε η μικρή κοπέλα και της απάντησε ότι βρίσκονται στην
Καλυδώνα, της ξακουστής σε όλη την Ελλάδα, Αιτωλίας.
-
Πού είμαστεεε; αναφώνησαν έκπληκτα και τα
τρία παιδιά ταυτόχρονα.
-
Πράγματι, συνέχισε ο κάτοικος, που φορούσε
έναν ολόλευκο χιτώνα κεντημένο με χρυσαφένιες κλωστές. Είστε στην Καλυδώνα, την
πόλη του βασιλιά Οινέα και της βασίλισσας Αλθαίας. Γιορτάζουμε την εξόντωση
ενός φοβερού και τρομερού κάπρου που κατέστρεφε με μανία τις περιουσίες μας.
Όλα τα οφείλουμε στον γενναίο πρίγκιπα μας, τον Μελέαγρο και στην ατρόμητη
Αταλάντη που κατάφεραν εχθές να τον εξολοθρεύσουν μετά από πολλές ημέρες
κούρασης και ταλαιπωρίας. Σε αυτούς αφιερώνουμε αυτή τη μεγάλη γιορτή που
βλέπετε.
Τα παιδιά δεν πίστευαν στα αυτιά τους με όσα
άκουγαν. Ήθελαν να γνωρίσουν από κοντά τον ξακουστό Μελέαγρο μιας και δε θα
τους ξαναδινόταν αυτή η μοναδική ευκαιρία στη ζωή τους. Ρώτησαν τον πρόθυμο και
ευγενέστατο κάτοικο πού θα μπορούσαν να τον συναντήσουν και εκείνος τους
απάντησε ότι σίγουρα εκείνη την ώρα θα αναπαυόταν στο ανάκτορό του μετά από τις
τόσες κακουχίες που πέρασε για να νικήσει τον τρομερό κάπρο.
Χωρίς να χάνουν χρόνο, ακολουθώντας προσεχτικά
τις οδηγίες του κατοίκου της αρχαίας Καλυδώνας, τα παιδιά κατευθύνονται προς το
παλάτι του ξακουστού πρίγκιπα Μελέαγρου ανυπομονώντας να τον γνωρίσουν
επιτέλους από κοντά. Φτάνοντας στη μεγάλη αυλή του ανακτόρου διακρίνουν από
μακριά τη φιγούρα ενός όμορφου παλικαριού αλλά η όψη το προσώπου του έμοιαζε
σκοτεινιασμένη, σαν θλιμμένη, λες και είχε δει ή ακούσει κάτι τρομερό, κάτι
αναπάντεχο. Παρατηρώντας η παρέα ότι η πύλη του ανακτόρου ήταν αφύλαχτη, χωρίς
φρουρούς, μάζεψαν όλο τους το θάρρος και πλησίασαν τον νέο.
-
Μήπως είσαι ο νεαρός πρίγκιπας Μελέαγρος;
ρώτησε διστακτικά η Μαρίνα.
-
Μα και βέβαια! Εγώ είμαι! απάντησε
εκείνος. Ποιοι είστε και τι θέλετε από εμένα; Από πού έρχεστε και τι ρούχα
είναι αυτά που φοράτε; συνέχισε να ρωτάει γεμάτος απορία και χωρίς σταματημό ο
Μελέαγρος.
-
Ερχόμαστε από το μέλλον, γνωρίζουμε για τα
ηρωικά σου κατορθώματα τα οποία έγιναν γνωστά έως τις επόμενες γενιές χωρίς να
ξεθωριάσουν μέσα στις χιλιετίες, συμπλήρωσε η Κυριακή.
-
Είμαστε πολύ χαρούμενοι που σε γνωρίζουμε
και μπορούμε να συζητάμε αυτή τη στιγμή μαζί σου, μας φαίνεται απίστευτο που
στέκεσαι ολοζώντανος μπροστά μας, συνέχισε φανερά συγκινημένος ο Κώστας.
-
Σας ευχαριστώ πολύ παιδιά για τα όμορφα
λόγια σας! Χαίρομαι ιδιαίτερα που οι απόγονοί μου θυμούνται ακόμη το όνομά μου,
αν και πριν από λίγο, τα δυσάρεστα μαντάτα που έφτασαν στα αυτιά μου από την
Ίριδα, την αγγελιοφόρο των θεών, σκοτείνιασαν το μυαλό και θόλωσαν τη σκέψη
μου, αποκρίθηκε απελπισμένος ο Μελέαγρος.
-
Τι συνέβη πιο πριν; ρώτησαν όλο απορία οι
τρεις φίλοι.
Ο Μελέαγρος τότε αποκάλυψε στα παιδιά ότι πριν
από λίγες ώρες, σχηματίστηκε μπροστά του ένα μαγικό ουράνιο τόξο που ένωνε τον
Όλυμπο με τη Γη των ανθρώπων. Μετά από λίγο, κατέφθασε πάνω σε αυτό η θεά Ίριδα
μεταφέροντας του μια τραγική πληροφορία που αφορούσε το μέλλον του και την τύχη
του βασιλείου του. Του αποκάλυψε πως θα πολεμήσει τα αδέρφια της μητέρας
του και ότι αυτή η μάχη θα έχει άσχημο
τέλος για όλη την οικογένεια και για το βασίλειό του.
Βλέποντας η Μαρίνα, τον Μελέαγρο τόσο
στενοχωρημένο και ανήμπορο να διορθώσει την άτυχη μοίρα του, θυμήθηκε ότι μέσα
στην κουφάλα της βελανιδιάς υπήρχε μια μικρή ποσότητα μαγικής ιριδίζουσας
χρυσόσκονης που ήταν ικανή να αλλάξει το μέλλον ενός ανθρώπου. Αμέσως παρότρυνε
τον Μελέαγρο να την ακολουθήσει μέχρι τη γέρικη Βελανιδιά και να χρησιμοποιήσει
λίγη από αυτή τη χρυσόσκονη για να καθορίσει ο ίδιος το δικό του μέλλον αλλά
και του βασιλείου του.
Επιστρέφοντας και πάλι στο παρόν, οι αχώριστοι
φίλοι επισκέπτονται τη Βιβλιοθήκη της πόλης τους και αναζητούν ένα βιβλίο
μυθολογίας που να εξιστορεί τον «πειραγμένο» πλέον μύθο του Μελέαγρου
και της αρχαίας Καλυδώνας και προς μεγάλη τους ανακούφιση διαπιστώνουν ότι…
όλοι τους τότε έζησαν ευτυχισμένοι και οι μικροί μας φίλοι ακόμη πιο δοξασμένοι
για τα φανταστικά τους κατορθώματα.
Κωνσταντίνος Μπρέσιακας,
Άρης Αποστολόπουλος, Απόστολος Αλπίτσης, Νικόλαος Λάιος, Κωνσταντίνος Ζωγράφος,
Βασίλης Τσιλιμπώκος, Παναγιώτης Παρθένης, Κωνσταντίνος Τσιλιμπώκος, Ευαγγελία
Μέντζου, Αλίνα Τσιρογιάννη, Ιωάννα Δημητρογιάννη, Σοφία Τζάνη, Βλάσης Ταράτσας,
Παυλίνα Σταμάτη, Παναγιώτης Μακρυγιάννης, Γεωργία Καμπέρη, Χαράλαμπος Μακράκης,
Κωνσταντίνος Καραμπέκιος, Κωνσταντίνα Ανδριοπούλου, Σταύρος Φλώτσιος,
Β’ Τάξη, 17ο
Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου
Εκπαιδευτικός: Ελένη Μάντζιου
3.2.
Το κατεστραμμένο άγαλμα (ΕΠΑΙΝΟΣ)
Μια φορά κι έναν καιρό στο Αγρίνιο πριν από
πολύ καιρό υπήρχε ένα άγαλμα του Αχελώου. Όμως ο Ηρακλής σε έναν διαφορετικό
μύθο αντί να παλέψει με τον Αχελώο (την
θεότητα) γλίστρησε και έπεσε πάνω στο άγαλμα του Αχελώου, το οποίο ήταν
καταραμένο, και όταν αυτό έσπασε, τον έστειλε στο μέλλον, στον 21ο αιώνα.
Όταν έφτασε στο Αγρίνιο του 2070 αντίκρισε
ένα γήπεδο που από έξω έλεγε «Τίτορμος, ούτως άλλος Ηρακλής» .Τότε ο Ηρακλής
νευρίασε, και με λίγα λόγια τα πήρε στο κρανίο, και κατέστρεψε την επιγραφή που
έγραφε αυτό το σύνθημα .Μετά όμως από λίγα λεπτά η άμεση δράση και η αστυνομία
κλήθηκε από μια παρέα παιδιών της 1ης γυμνασίου που τον είδαν να καταστρέφει το
γήπεδο της αγαπημένης και τοπικής τους ομάδας δηλαδή, το γήπεδο του
Παναιτωλικού. Όταν έφτασε η αστυνομία και η άμεση δράση προσπάθησαν να τον
συλλάβουν με ήρεμο τρόπο, αλλά δεν το κατάφεραν. Έτσι κάλεσαν ενισχύσεις ,τον
στρατό. Ο στρατός ήρθε και έφερε μαζί του ένα ρομπότ που είχε της δυνάμεις του
Τίτορμου, του Δία, το σημάδι της Άρτεμης και την εξυπνάδα της Αθηνάς. Το ρομπότ
εκτινάζεται με τεράστια και υπερβολική δύναμη πάνω στον Ηρακλή, όμως ο Ηρακλής
ανταποδίδει με μια υπερβολική δυνατή γροθιά και τον ρίχνει μέσα στο
σουβλατζίδικο «Ο ΤΑΚΗΣ». Τότε το ρομπότ μπαίνει σε λειτουργία σκοπευτή και πετάει
έναν κεραυνό στον Ηρακλή με τέτοια ακρίβεια που τον πέτυχε ακριβώς στο στήθος,
και ο Ηρακλής λιποθύμησε.
Όταν ο Ηρακλής ξύπνησε βρισκόταν μέσα σε ένα άδειο, κατάλευκο
δωμάτιο και άρχισε να φωνάζει και να βαράει τους τοίχους και να βρίσκεται στο
όριο της υστερίας και της παραφροσύνης. Τότε εμφανίζεται ο διευθυντής του
Μ.Κ.Ο.Ε. (Μυστικός Κυβερνητικός Οργανισμός Ελλάδος)-υπουργός άμυνας και του
προσφέρει δουλειά ως μυστικό κυβερνητικός πράκτορας στον Μ.Κ.Ο.Ε. και από τότε
η Ελλάδα έχει γίνει μια από τις πιο δυνατές πολεμικές δυνάμεις στην Ευρώπη.
Δημήτρης Παπαγεωργίου, Θοδωρής
Γεωργιάδης, Δημήτρης Αγραφιώτης
ΣΤ’ Τάξη, Δημοτικό
Σχολείο Δοκιμίου
Εκπαιδευτικός: Στάθης Τσέλιος
3.3.
Η μάγισσα Ιζαμπέλ (ΕΥΦΗΜΟΣ ΜΝΕΙΑ)
Μια
φορά και έναν καιρό η μάγισσα Ίζαμπελ αποφάσισε να επισκεφτεί τον κόσμο των
ανθρώπων και συγκεκριμένα μια πόλη με το όνομα Αγρίνιο. Γρήγορα μαγεύτηκε απ'
τις ομορφιές του τόπου, την γαλήνια λίμνη Τριχωνίδα, τον ορμητικό ποταμό
Αχελώο, τα ήσυχα χωριουδάκια του τόπου, την πολύβουη πόλη του Αγρινίου. Αφού
θαύμασε την περιοχή , αποφάσισε να παρατηρήσει τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
Γρήγορα διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν σκληρά στους συνανθρώπους τους
και κυρίως στους ηλικιωμένους, τους οποίους θεωρούσαν βάρος και τους είχαν
παραμελημένους. Αυτό εξέπληξε την μάγισσα καθώς είχε μάθει ότι τους
ηλικιωμένους, όχι μόνο τους φροντίζουμε, αλλά και τους σεβόμαστε . Έτσι
αποφάσισε να δώσει ένα μάθημα στους κατοίκους του Αγρινίου.
Την
πρώτη φορά που τους επισκέφτηκε, πήρε την μορφή μιας ηλικιωμένης και ζήτησε ένα
ποτήρι νερό από τους ανθρώπους που συναντούσε σε ένα χωριό του Αγρινίου , το
Δοκίμι. Οι περισσότεροι κάτοικοι με ένα ζεστό χαμόγελο πρόσφεραν βοήθεια στην
ηλικιωμένη και δε δίσταζαν να «ανοίξουν» το σπίτι τους σε εκείνη. Αυτούς τους ανθρώπους
η μάγισσα Ίζαμπελ τους αντάμοιβε δίνοντας τους καλοτυχία για κάποιες μέρες.
Στους λίγους κατοίκους που δεν την βοήθησαν, χάριζε κακοτυχία για μια εβδομάδα.
Η
κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική όσο πλησίαζε προς το κέντρο του Αγρινίου.
Εκεί οι κάτοικοι ήταν πιο αδιάφοροι. Έτσι, όταν τους ζήτησε, παίρνοντας για
ακόμη μια φορά την μορφή μιας
ηλικιωμένης, να την βοηθήσουν να περάσει έναν κεντρικό δρόμο, οι περισσότεροι
αδιαφορούσαν και την προσπερνούσαν. Μόνο ένα κορίτσι δέχτηκε πρόθυμα να την
βοηθήσει. Η μάγισσα την ρώτησε για ποιο λόγο οι κάτοικοι της πόλης αδιαφορούν
για τους ηλικιωμένους συνανθρώπους τους. Το κορίτσι της αποκρίθηκε ότι οι
άνθρωποι της πόλης, «κρύβονται» στην ανωνυμία τους και αδιαφορούν για τους συμπολίτες τους και
κυρίως για τους ηλικιωμένους, που εξαρτώνται από την βοήθεια και συμπαράσταση
των άλλων. Φτάνοντας στην ηλικία της ωριμότητα, δείχνουν αλαζονεία και δεν
σέβονται τους ηλικιωμένους γονείς τους, με αποτέλεσμα να τους περιφρονούν.
Τότε,
η μάγισσα αποφάσισε να μετατρέψει, όσους από τους κατοίκους του Αγρινίου
συμπεριφέρονταν σκληρά στους γονείς τους, για λίγες μέρες σε ηλικιωμένους. Η
Ίζαμπελ ως μάγισσα ήταν ισχυρή και μπορούσε να ξέρει τι έκρυβε ο καθένας στην
καρδιά του. Γρήγορα το Αγρίνιο
μετατράπηκε σε πόλη των ηλικιωμένων, που ζούσαν στη μοναξιά και στο περιθώριο!
Για
τρεις μέρες οι κάτοικοι βίωσαν την σωματική ανημπορία και κατάλαβαν ότι οι
ηλικιωμένοι δεν είναι βάρος, αλλά η φυσική εξέλιξη της ανθρώπινης ζωής, στην
οποία όλοι αργά ή γρήγορα θα οδηγούνταν όσοι ήταν τυχεροί να ζήσουν ως τα βαθιά
τους γεράματα.
Σαν
πέρασαν οι μέρες αυτές, η μάγισσα ένιωσε ότι οι άνθρωποι εκεί ήταν μετανιωμένοι
παραγματικά και στεναχωρημένοι. Δεν άντεξε
και τους επανέφερε στη σωστή τους ηλικία. Από τότε, στην πόλη αυτή
κανείς ηλικιωμένος δεν έζησε απομονωμένος, μακριά από την οικογένειά του. Έτσι
η πόλη μετατράπηκε σε έναν μικρό παράδεισο για κάθε κάτοικό της!
Εβελίνα
Ντάτσικα, Χρήστος Σταυρόπουλος
ΣΤ’ Τάξη, Δημοτικό
Σχολείο Δοκιμίου
Εκπαιδευτικός: Χαρά Μπεκιάρη
3.4.
Αληθινό Ψέμα
Ζούσε κάποτε μια οικογένεια σε ένα κτήμα
κοντά στον ποταμό Αχελώο. Η κ. Ευφροσύνη έστρωνε το τραπέζι για να φάνε. Ο
μικρός Ιάκωβος έκανε κούνια περιμένοντας να ετοιμαστεί το φαγητό. ‘Όταν άκουσε
την φωνή της μητέρας του να τον καλεί ,έτρεξε να φάει. Καθώς τρώγανε ο μικρός
Ιάκωβος έκανε ασταμάτητες ερωτήσεις σχετικά με τον πατέρα του. Η μητέρα του
προσπαθώντας να αλλάξει θέμα του έλεγε να φάει γρήγορα το φαγητό του πριν
κρυώσει. Ο μικρός Ιάκωβος έτρεξε στο δωμάτιο του με την υποψία ότι η μητέρα του
κάτι το κρύβει. Όλο το βράδυ σκεφτόταν γιατί η μητέρα του αποφεύγει να
απαντήσει στις ερωτήσεις του.
Το επόμενο πρωί έμεινε στο κρεβάτι μέχρι την
ώρα που έφυγε η μητέρα του. Με το που άκουσε την πόρτα να κλείνει, σηκώθηκε
απότομα από το κρεβάτι του και έτρεξε στο δωμάτιο της μητέρας του. Άρπαξε μία
πένα και ένα χαρτί κι άρχισε να γράφει ένα γράμμα στον πατέρα του. Το γράμμα
έγραφε: «Πατέρα θέλω να ξέρω αν είσαι καλά. Η μητέρα αποφεύγει να μου
απαντήσει στις ερωτήσεις που κάνω για
εσένα. Μου έχεις λείψει και ανησυχώ. Ελπίζω να πάρεις το γράμμα μου και να μου
απαντήσεις σύντομα. Με αγάπη ο αγαπημένος σου γιος Ιάκωβος». Όταν πήγε να
αφήσει το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο άκουσε μια φωνή να του λέει: « Μην είσαι
τόσο σίγουρος». Ο Ιάκωβος το αγνόησε καθώς στην γειτονιά του πολλά παιδιά
κυκλοφορούσαν και φώναζαν.
Το επόμενο πρωί ο Ιάκωβος πήγε να ελέγξει
το γραμματοκιβώτιο, για να δει αν το γράμμα του ήταν ακόμη εκεί. Όμως δεν βρήκε
τίποτα και υπέθεσε πως ο ταχυδρόμος το είχε πάρει. Μία μέρα καθώς έψαχνε να βρει
το στυλό του, άνοιξε το συρτάρι της μαμάς του και βρήκε διάφορα γράμματα.
Ανάμεσα σε αυτά τα γράμματα βρήκε κι
εκείνο που υποτίθεται είχε στείλει στον
πατέρα του. Εκτός από αυτό βρήκε προσκλήσεις για κηδείες με περασμένες ημερομηνίες. Τότε
κατάλαβε τι του έκρυβε η μητέρα του τόσα χρόνια και στεναχωρημένος έτρεξε στο
ποτάμι.
Ξαφνικά μια φιγούρα βγήκε από το ποτάμι.
Ήταν ένας ψηλός νέος και είχε στοιχεία του Δία και του Ποσειδώνα. Αμέσως
κατάβαλε ότι ήταν ο Αχελώος. Ο Αχελώος με γλυκιά φωνή άρχισε να του λέει: «Ότι
κι αν σου συμβαίνει θα σε προστατεύσει το πνεύμα του πατέρα σου. Ήταν σπουδαίος
άνθρωπος. Πολέμησε γενναία και πέθανε ένδοξα. Ο πατέρας σου πέθανε στο μνημείο
των Ηρώων, ανάμεσα στους ήρωές μας». Αυτό ήταν κάτι που το παιδί γνώριζε ακόμα
και αν δεν του το είχαν πει. Λίγες μέρες αργότερα αποφάσισε να το μοιραστεί με
την μητέρα του. Μαυροφορεμένοι και οι δύο
πήγαν στον τάφο του. Στο σημείο όπου πέθανε ο πατέρας του και οι δυο
τους ένοιωσαν μία γαλήνη.
3 Καρυάτιδες & 1 Μούσα, ΣΤ’ Τάξη, Δημοτικό Σχολείο Δοκιμίου
3.5. Μπλεγμένη Μυθολογία
Η
μυθολογία βασίζεται σχεδόν σε αληθινή ιστορία . . . όπως ο Ηρακλής που με της
ικανότητες που είχε βοηθούσε πάρα πολλούς ανθρώπους.
Ένα δωδεκάχρονο αγοράκι που τον έλεγαν
Νικόδημο, ζούσε σε μια πόλη που λεγόταν Αγρίνιο(έτος 2000 π.Χ.). Ο Νικόδημος
περνούσε πολύ χρόνο με την οικογένειά του. Μετά το σχολείο με τον φίλο του τον
Δημοσθένη σκέφτηκαν να πάνε στη λίμνη Τριχωνίδα.
Καθώς πήγαιναν στη λίμνη, είδαν
μια Μούσα-Γοργόνα να αράζει σε έναν
βράχο . Η ουρά της είχε χρώμα λαμπερό πράσινο και τα μαλλιά της γυάλιζαν στον
ήλιο καθώς τα κουνούσε ομαλά συγχρονισμένα μαζί με την λαμπερή ουρά της. Καθώς
όμως καθόταν στον βράχο είδε από μακριά κάτι πλοία τα οποία ερχόταν επιθετικά
προς την ακτή.
Μόλις έφτασαν στην ακτή. Η αδερφή της γοργόνας της έκανε
νόημα να μπει γρήγορα μέσα στην λίμνη για να μην την καταλάβουν οι πειρατές.
Τα παιδιά πήγαν αμέσως να βοηθήσουν τις
γοργόνες που κινδύνευαν. Οι πειρατές έψαχναν να βρουν τον θησαυρό της λίμνης,
όμως οι γοργόνες τους χάλασαν τα σχέδια.
Οι
αδερφές Γουίνστον, ΣΤ’ Τάξη, Δημοτικό Σχολείο Δοκιμίου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου