Μια φορά κι έναν καιρό, στη χιονισμένη κορυφή ενός νησιού, ζούσε σε ένα πέτρινο σπιτάκι μια καλή μαγείρισσα, η Λώρα Πασταφλώρα. Το σπίτι της Λώρας είχε μόνο τρία δωμάτια : ένα μικρό λουτρό, ένα υπνοδωμάτιο με τέσσερις κουκέτες και ένα τεράστιο σαλόνι με ενιαία κουζίνα.
Ο φούρνος της
κουζίνας άναβε από το πρωί κι όλο το σπίτι μοσχομύριζε φρεσκοψημένο βούτυρο.
Και κάθε λίγο ακουγόταν το μαχαίρι που έκοβε τα λαχανικά. Και τσακ, τσακ
κόβονταν και τα μυρωδικά. Και χριτς χριτς καθαρίζονταν και τα φρούτα. Για ώρες
ατέλειωτες η Λώρα δούλευε στο βασίλειό της και στόλιζε τα πιάτα της κουζίνας
λες και σχεδίαζε πίνακες ζωγραφικής.
Το απόγευμα, διάλεγε
κάποιο από τα όμορφα φουστάνια της και ετοιμάζονταν να υποδεχθεί τους φίλους
της που θα γέμιζαν το σαλόνι της με φωνές και δυνατά γέλια. Μα ένα βράδυ,
δε φάνηκε κανείς. Το ρολόι σήμανε οκτώ, μα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα της
Λώρας. Κι η Λώρα άρχισε να ανησυχεί.
Μα τι να
έπαθε ο φίλος της ο πυροσβέστης; Λες να έπιασε φωτιά στο δάσος και έτρεξε να
σώσει την κατάσταση;
Και ο άλλος
φίλος της, ο γιατρός; Τι να έπαθε; Λες να αρρώστησε βαριά κανένας παππούς και
έπρεπε να συμπαρασταθεί στον ασθενή του;
Κι ο
δικηγόρος; Αυτός, επειδή διάβαζε διαρκώς για τις υποθέσεις του ξεχνιόταν
αρκετές φορές, μα τόσο πολύ, πότε δεν αργούσε!
Και η λατρεμένη
φίλη της, η δασκάλα; Το σχολείο είχε τελειώσει εδώ και ώρα. Και τα μαθητούδια
θα κοιμούνταν. Που στο καλό να ήταν κι αυτή;
Η Λώρα πήρε
τη μεγάλη τσάντα της και τη γέμισε με αρκετά από τα ζεστά φαγητά της. Ύστερα,
φόρεσε τις ισοθερμικές μπότες της, το χοντρό παλτό της, το μάλλινο καπέλο της
και στο τέλος πέρασε στο λαιμό της το αγαπημένο της πλεκτό κασκόλ. Έριξε μια
τελευταία ματιά στο χώρο και στριφογύρισε το πόμολο της πόρτας.
Δεν άργησε να
φτάσει στην πλατεία του χωριού. Και έμαθε τα νέα :
Η δασκάλα, ο
γιατρός, ο δικηγόρος και ο πυροσβέστης κατέβηκαν εκτάκτως από το βουνό με
προορισμό το λιμάνι του νησιού. Δεν πρόφτασαν να την ειδοποιήσουν.
Ξύλινα
σαπιοκάραβα στοιβαγμένα ταλαίπωρες ψυχές προερχόμενες από τα βάθη της Ανατολής,
είχαν ριχτεί μες στην παγωμένη θάλασσα του Αιγαίου και χάριζαν απλόχερα κορμιά
στου Άδη τα σοκάκια.
"Πρέπει
να κατεβώ κι εγώ", φώναξε η Λώρα.
"Πρέπει
να πάμε όλοι. Ας πλημμυρίσει η πόλη ανθρώπινο σφυγμό. Γιατροί και δικηγόροι,
δάσκαλοι, μαθητές, διασώστες, βαθμοφόροι, μάνες, νοικοκυρές. Ο πόνος των
ανθρώπων που ο πόλεμος γεννά, δε σβήνει, δεν ξεχνιέται, μονάχος δεν περνά.
Όλοι στο πλάι
όλων, με ανοιχτή αγκαλιά, η αλληλεγγύη πάντα, ελπίδα θα γεννά..."
Ήρωες οι
άνθρωποι που σώζουν ζωές!
Το άρθρο φέρει την υπογραφή της Αριάδνης
Δάντε και δημοσιεύθηκε την 1η Νοεμβρίου 2015 στο site http://www.mathsandothers.gr/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου