Είναι Δευτέρα βράδυ, 12 Ιουνίου και όπως κάθε βράδυ, κάποιο παιδάκι στο σπίτι μου θέλει να ακούσει μια ιστορία για να χαλαρώσει και να αποκοιμηθεί.
-Μαμά, θα μου πεις μια ιστορία;
-Ναι, χαρά μου. Ξάπλωσε.
-Θα μου ξύσεις και την πλατούλα;
-Ναι, καρδούλα μου, μόνο πήγαινε λίγο πιο μέσα στο κρεβάτι, για να
χωράω και εγώ.
Λοιπόν Chris, απόψε θα σου μιλήσω για
ένα αλλιώτικο κέικ. Ήταν κάποτε ένα μπαγιάτικο κέικ, που δεν το αγαπούσε
κανείς. Είχε απομείνει για μέρες στον πάγκο της κουζίνας ενός τριώροφου
νεοκλασικού σπιτιού, μα τα παιδιά του σπιτιού δεν το καταδεχόταν να το φάνε,
ούτε στο πρωινό τους, αλλά ούτε και στο απογευματινό τους γεύμα.
Αφού είδε κι απόειδε ο μάγειρας
του σπιτιού, ότι το κέικ είχε παραμπαγιατέψει και σε λίγο θα το χάιδευε η
μούχλα για να το συνοδέψει στον κάδο των απορριμμάτων κι ύστερα στην χωματερή
για να το τσιμπήσουν οι επιδημητικοί λευκοπελαργοί, το πήρε στοργικά, το
τοποθέτησε στο κέντρο μιας κατακόκκινης, φαρδιάς λεκάνης κι άρχισε να το
ψιχουλιάζει με τα ροδαλά, στρουμπουλά δάχτυλά του.
Μετά από λίγα λεπτά, το κέικ είχε
μετατραπεί σε ένα βουνό από χρυσοκίτρινα ψίχουλα. Μα, δεν παρέμεινε βουνό.
Τουναντίον. Τα ροδαλά δάχτυλα του άξιου μάγειρα σχημάτισαν στην κορυφή του
βουνού έναν κρατήρα κι αυτό μετατράπηκε σε ένα όμορφο ηφαίστειο. Με συνεχείς,
κυκλικές κινήσεις, ο άψογος δημιουργός άνοιξε ακόμη περισσότερο τη διάμετρο του
κρατήρα κι έτσι έφτασε στον πάτο της λεκάνης αποκαλύπτοντας μια κατακόκκινη
λίμνη.
Ύστερα, έστρωσε στην επιφάνεια
της λίμνης μια στρώση πραλίνα φουντουκιού και τάραξε τα νερά της με μικρά
παγόβουνα κρέμας τυριού. Στο τέλος, τοποθέτησε σπασμένα γεμιστά μπισκότα, που
θύμιζαν καραβάκια. Μόλις τοποθέτησε και το τελευταίο κομμάτι μπισκότου, τα
δάχτυλα του μάγειρα άρχισαν να στροβιλίζονται στη λεκάνη και να προκαλούν
ολόκληρο ανεμοστρόβιλο, αναδεύοντας όλα τα υλικά. Όταν κόπασε ο άνεμος, τα
ψίχουλα, το τυρί κρέμα, η σοκολάτα και η πραλίνα είχαν χαθεί! Στη θέση τους
έστεκε μια επίπεδη, αλλά νοτισμένη επιφάνεια.
Ο δημιουργός έστρωσε στο μεγάλο
ασημένιο δίσκο ένα πελώριο κομμάτι λαδόχαρτο και πήρε στα χεράκια του μια
μεγάλη μπάλα ζύμης. Έκοψε ένα μικρό κομμάτι, το φυλάκισε στις παλάμες του
και με απαλές κινήσεις άρχισε να το μετατρέπει σε μια καλοσχηματισμένη μπαλίτσα
σε μέγεθος καρυδιού. Τοποθέτησε το μπαλάκι στο λαδόχαρτο και επανέλαβε τη
διαδικασία, γεμίζοντας έτσι όλο το δίσκο. Στη συνέχεια, σκέπασε τις καρυδένιες
μπαλίτσες με διάφανη μεμβράνη και φρόντισε να αδειάσει το πρώτο ράφι του
ψυγείου. Ύστερα, έβαλε τον ασημένιο δίσκο στην κενή θέση του ψυγείου και τον
άφησε εκεί για να ξεκουραστεί για λίγη ώρα.
Μετά, ο μάγειρας πήρε το μικρό του
κατσαρολάκι κι άρχισε να σπάζει την ορθογώνια πλάκα κουβερτούρας σε ασύμμετρα
κομμάτια. Έπειτα, φούντωσε λίγο το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας κι άρχισε να
ανακατεύει τα κομμάτια σοκολάτας. Σύντομα, είχε φτιάξει μια σοκολατένια
θάλασσα, για να βουτήξει τις καρυδένιες μπαλίτσες του ασημένιου δίσκου. Ύστερα από κάθε μακροβούτι, η μπαλίτσα επέστρεφε στη θέση της, έτοιμη για
ηρεμοθεραπεία, έχοντας, πια, μια νέα προέκταση: ένα ξύλινο κοντάρι που είχε
τοποθετηθεί στον πυρήνα της, δίνοντας τη δυνατότητα στο μάγειρα να την κρατά
δίχως να της αλλοιώνει το σχήμα.
(c) Nikos Koulousias, Executive Chef* |
Στο τέλος, ο μάγειρας πήρε πέντε
χρωματιστές καραμέλες, τις ξετύλιξε γοργά και τις άφησε στον πυθμένα του
γουδιού. Κι άρχισε να τις θρυμματίζει με το μπρούτζινο χαβανόχερο. Μετά, βούτηξε μια κουτάλα στο γλυκό σύννεφο σκόνης και μοίρασε τις στάλες του στον ασημένιο
δίσκο. Η λιωμένη σοκολάτα από τις καρυδένιες μπαλίτσες μαγνήτισε τους
κρυστάλλινους, καραμελένιους κόκκους και μετέτρεψε τον ασημένιο δίσκο σε μια
νεραϊδένια πολιτεία. Ο μάγειρας ήταν πολύ
ευχαριστημένος με το δημιούργημά του. Ανασήκωσε τα σοκολατένια γλειφιτζούρια
του και τα κάρφωσε σε ένα ολοστρόγγυλο πεπόνι, που πάνω του είχε σχηματίσει ένα
χαμογελαστό προσωπάκι. Τα παιδιά, μόλις επέστρεψαν από το σχολείο,
ενθουσιάστηκαν με το γλυκό επίτευγμα του μάγειρα και ξέσπασαν σε επευφημίες. Το
μπαγιάτικο κέικ ήταν τρισευτυχισμένο!
-Σου άρεσε η ιστορία μου, Κρις;
-Μου άρεσε, μαμά. Μα, έχω να σου
πω κάτι : αυτά που έφτιαξε ο μάγειρας, δεν ήταν γλειφιτζούρια. Ήταν
δαγκωτζούρια!
*
Η ιστορία βασίστηκε στη συνταγή του Executive Chef Νίκου Κουλούσια. Ο Νίκος Κουλούσιας γεννήθηκε,
μεγάλωσε και σπούδασε μαγειρική στη Γερμανία. Κατάγεται από την Νεάπολη
Κοζάνης, από την πλευρά του πατέρα του και από τη Ναύπακτο, από την πλευρά της
μητέρας του. Από μικρός είχε όνειρο να ασχοληθεί με το χώρο της μαγειρικής και
της ζαχαροπλαστικής, κάτι το οποίο πέτυχε με απόλυτη επιτυχία, με αρωγό το
πείσμα και την υπομονή του.
Απίθανη Αριάδνη!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή