Το δικό μου το γλυκό,
είναι χαμογελαστό!
Γύρω στις 11, έφτασα στο αγαπημένο μου
Χαμογελόσπιτο, για να δω τα παιδιά και να παίξω μαζί τους. Μάλιστα, κάποιο
πουλάκι μου είχε πει τραγουδιστά ότι το σπίτι αγκάλιασε δυο ακόμη παιδιά και ανυπομονούσα
να γνωρίσω τα νέα μέλη.
Μπαίνοντας στον κήπο, αντίκρισα τα ζουζούνια του σπιτιού
να παίζουν με δυο χελώνες. Μόλις τα χαιρέτησα, τα παιδιά έτρεξαν προς το μέρος
μου, για να με καλωσορίσουν και να μου συστήσουν τα δύο μικρά ερπετά. Αφού
έκαναν τις απαραίτητες συστάσεις και αλληλοευχηθήκαμε τα «Χρόνια πολλά» για την
Ανάσταση, γνώρισα και το ένα από τα δύο νέα μέλη του σπιτιού: μια πολύ γλυκιά έφηβη,
ιδιαίτερα ευγενική, που με χαιρέτησε με απίστευτη τρυφερότητα.
«Τι θα παίξουμε σήμερα Αριάδνη;», με ρώτησε η 7χρονη «Κατερίνα»*, καθώς κινούμασταν προς την τραπεζαρία του σπιτιού.
-«Πήγαινε φώναξε και τα άλλα τα παιδιά, κι όλο και κάτι θα βρούμε.».
Μόλις κάθισα στην τραπεζαρία, άνοιξα το τσαντάκι της
καμηλοπάρδαλής μου κι άρχισα να απλώνω τα μυστικά του στο τραπέζι. Σιγά σιγά,
τα παιδιά άρχισαν να καταφθάνουν. Βλέποντας τις κάρτες μου, ρωτούσαν όλο
περιέργεια: «Τι μας έφερες σήμερα Αριάδνη;».
«Έχω φέρει μαζί μου ένα γλυκό, μα το έχω κρύψει κάπου.
Για να το φάμε, πρέπει να παίξουμε πρώτα ένα παιχνίδι με κάρτες. Καθένας σας,
θα πάρει μια κάρτα με στίχους. Θα πρέπει να διαβάσετε τους στίχους αργά, δυνατά
και καθαρά και αφού τελειώσετε την ανάγνωση, πρέπει να μαντέψετε την τοποθεσία
που είναι κρυμμένο το γλυκό μου.».
Έτσι κι έγινε. Τα παιδιά, πότε μόνα τους, πότε με τη
βοήθειά μου, διάβασαν τις κάρτες και στο τέλος, μάντεψαν σωστά την τοποθεσία
του γλυκού μου. Βλέπετε, από τη στιγμή που έφθασα στο σπίτι δεν είχα ευκαιρία
να μείνω μόνη, για να κρύψω το γλυκό, κι έτσι το γλυκό έμεινε στην τσάντα μου. Όπως
ήταν επόμενο, τα παιδιά το κατάλαβαν εύκολα.
Στη συνέχεια, ακολούθησε το πιο γλυκό στιγμιότυπο της επίσκεψής
μου. Τα παιδιά έφεραν ένα πιάτο και μπόλικα κουτάλια, κι άρχισα να αδειάζω λίγο
λίγο το κυδώνι στο πιάτο. Αφού δοκιμάσαμε όλοι, είπαμε να επαναλάβουμε
δυο-τρεις φορές ακόμη τη δοκιμή, ώσπου να αδειάσει το βάζο.
Στο τελείωμα της δοκιμής του γλυκού, ρώτησα τη σιροπιαστή συντροφιά μου:
-«Και τώρα, τι θέλετε να κάνουμε; Θέλετε να μου πείτε τα νέα σας, θέλετε να παίξουμε κι άλλο παιχνίδι;»
-«Και τώρα, τι θέλετε να κάνουμε; Θέλετε να μου πείτε τα νέα σας, θέλετε να παίξουμε κι άλλο παιχνίδι;»
-«Να παίξουμε κι άλλο παιχνίδι!», φώναξαν όλα.
Επειδή χρειαζόμασταν μια καθαρή επιφάνεια εργασίας, τα κουτάλια βούτηξαν στο άδειο πιάτο και παρέα με το κενό βάζο γέμισαν τα χεράκια της καινούριας έφηβης φίλης μου, οδεύοντας προς τον νεροχύτη της κουζίνας.
Το
νέο μας παιχνίδι είχε τίτλο: «Το γλυκό μου έχει...» και βασίστηκε στα
χαρακτηριστικά του γλυκού που μόλις είχαμε απολαύσει. Αυτή τη φορά, έβγαλα από
το τσαντάκι της καμηλοπάρδαλης ένα άλλο σετ καρτών, που πάνω τους ήταν
γραμμένες οι συμβολοσειρές με τα χαρακτηριστικά του γλυκού. Τα
χαρακτηριστικά ήταν οκτώ και για καθένα τους υπήρχαν πέντε
ίδιες κάρτες. Οι κάρτες μοιράστηκαν στα παιδιά τυχαία, κι εγώ, κράτησα για
λογαριασμό μου το ρόλο του εκφωνητή. Θα εκφωνούσα ένα χαρακτηριστικό τη φορά και
όσοι είχαν την αντίστοιχη κάρτα, θα έπρεπε να μου τη δώσουν γρήγορα. Όταν θα
τελείωναν οι κάρτες ενός παίκτη, θα έπρεπε να φωνάξει τη λέξη: «Πρώτος» και θα
κέρδιζε το παιχνίδι.
Ξεκίνησα
το παιχνίδι λέγοντας: «Το γλυκό μου έχει... γεύση κυδώνι.» και τα
παιδιά άρχισαν να μου δίνουν τις αντίστοιχες κάρτες. Συνέχισα με το επόμενο
χαρακτηριστικό: «Το γλυκό μου έχει... βάρος 1 κιλό» και τα παιδιά μπήκαν γρήγορα
στο νόημά του.
Κάθε
τόσο, τους έδειχνα μια κάρτα που είχε όλα τα χαρακτηριστικά του βάζου σε μορφή
πίνακα, ενώ στα χέρια μου κρατούσα την κάρτα με τη λίστα των χαρακτηριστικών,
δείχνοντας την κουκκίδα που εκφωνούσα.
Μέσα
από την επαναληπτικότητα του παιχνιδιού και τις δύο κάρτες με την αναγραφή των
ίδιων στοιχείων σε μορφή λίστας και μορφή πίνακα, τα παιδιά κατάφεραν να
εξοικειωθούν με τις συγκεκριμένες δομές δεδομένων.
Έπειτα από δύο παιχνίδια, χώρισα τα παιδιά σε ζευγάρια, ώστε να αναλογούν περισσότερες κάρτες σε κάθε ζεύγος παιδιών και παίξαμε ξανά. Επειδή ήταν δύο παίκτες σε κάθε ομάδα, πριν την έναρξη του παιχνιδιού, τους έδωσα λίγο παραπάνω χρόνο, για να ομαδοποιήσουν τα χαρακτηριστικά.
Παίξαμε
πολλές φορές το παιχνίδι, τόσες που δεν καταλάβαμε ότι έφθασε η ώρα του
μεσημεριανού φαγητού. Φεύγοντας, ρώτησα τα παιδιά αν τους άρεσε το παιχνίδι. Κι
αυτά, με ένα πλατύ χαμόγελο, μου απάντησαν: «Την άλλη φορά, που θα το παίξουμε, να φέρεις γλυκό κεράσι!».
Λίγο
πριν φύγω από το Χαμογελόσπιτο του Αιγίου, στάθηκα να βγάλω μια αναμνηστική
φωτογραφία, ποζάροντας με μία από τις μικρές μου φίλες. Αποχαιρετώντας την, της ευχήθηκα «Καλή
Ανάσταση» και αγκαλιάζοντάς την, της είπα: «Το γλυκό μου έχει γεύση… Χαμόγελου».
*Το όνομα «Κατερίνα» είναι ψευδώνυμο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου