Στάθηκε για ώρα στο παραθύρι του ουρανού και συλλογίζονταν...
"Τι έπαθε η νύχτα κι έχασε το χρυσάφι της;",
"Πώς και δεν άρχισαν τ' αστέρια το κυνηγητό;"
"Πότε έφυγε το οξυγόνο από την ατμόσφαιρα;"
"Γιατί τόση σιωπή και μελαγχολία;"
-"Έκαψαν τον Αμαζόνιο και η Γη πεθαίνει! Γι' αυτό είμαστε όλοι θλιμμένοι.", της είπε η μικρή Σελήνη διαβάζοντας τις σκέψεις της.
"Πεθαίνει; Μα πρέπει να κάνω κάτι!", της απάντησε η Λαμπερή με αποφασιστικότητα κι άρπαξε τη φεγγαρενια απόχη της, για να διορθώσει την κατάσταση.
Πρώτα μάζεψε προσεκτικά τα ασπρόμαυρα αστεράκια, έπειτα τα ασημένια φεγγάρια και στο τέλος τους γκρίζους πλανήτες. Ύστερα έτρεξε γρήγορα στη μαγική της ντουλάπα κι άρχισε να ανακατεύει τους μανδύες και τα πέπλα της. Σαν έφτασε στο μεταξωτό νυφικό της, αναστεναξε με ανακούφιση κι επανέλαβε τα λόγια που της είχε πει κάποτε η νεραϊδονονα της: "Όταν η νύχτα χάσει τη λάμψη της, η αστροσκονη του νυφικού θα σώσει τον κόσμο."
Ναι, ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Έπρεπε να ταιριάξει με προσοχή τα ουράνια παιδιά στο σώμα του αστρονυφικου.
Άπλωσε το χερι της μες στην απόχη κι έπιασε ένα λευκό αστεράκι.
"Μη μου φοβάσαι", του μουρμουρισε, "σύντομα θα γίνεις καλά". Ύστερα το ακούμπησε απαλά στο φόρεμα και το αστέρι κουρνιασε στην αγκαλιά της αστροσκονης. Με περισσή στοργή πήρε το επόμενο κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο και σε κάθε εναπόθεση τους ψιθύριζε λόγια παρηγορητικά, λόγια αγάπης. Αφού τέλειωσε με τα αστέρια, ασχολήθηκε με τα ασημένια φεγγάρια. "Είστε πανέμορφα, γλυκά μου κρουασάν", τους ψέλλιζε μελωδικά, αλλά σας χρειάζεται λίγη ακόμη λάμψη για να φωταγωγησετε το σύμπαν.". Κι έπειτα, έφτασε κι η σειρά των πλανητών, για να ξαπλώσουν στο πολύτιμο μετάξι.
Ολοκληρώνοντας το έργο της, η Λαμπερή είχε κεντήσει στο νυφικό της όλα τα στολίδια του ουρανού. Πλέον, είχε φτάσει η ώρα της σωτηρίας. Η Λαμπερή πήρε το νυφικό και το τύλιξε στο κορμί της.
Ύστερα, σταθηκε απέναντι από τον ολόχρυσο καθρέφτη της και φώναξε:
Ύστερα, σταθηκε απέναντι από τον ολόχρυσο καθρέφτη της και φώναξε:
"Αέρα στάσου σύμμαχος, τη λάμψη μου θυμήσου, πάρε μου την αστροσκονη και κάνε τη δική σου.
Φύτρωσε σύννεφα, κλαδιά, σκόρπισε οξυγόνο
κάνε τ' αστέρια μας λαμπρά, στη Γη να δώσεις χρόνο".
Και τότε, ένας ζεστός άνεμος τρύπωσε από το παραθύρι της και ψιθύρισε στην αστροσκονη για να χαϊδεψει τα ουράνια σώματα. Εκείνα, λες και ξύπνησαν από το χάδι, άρχισαν να αναπηδούν ολοζώντανα και φωτεινά από το παραθύρι της. Κι όταν έφτασε η ώρα της Γης να αναπηδήσει από το παράθυρο στο σύμπαν, γύρισε στη Λαμπερή και της είπε: "Αν δεν αλλάξουν οι άνθρωποι, δεν μπορώ να ελπίζω συνέχεια στα θαύματα". Κι η Λαμπερή κατάλαβε πως ετούτη η σωτηρία της Γης ήταν η τελευταία της...
Αριάδνη Δαντε
Αριάδνη Δαντε
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου